Ο Δράκος του Maranello γίνεται 125 χρονών σήμερα

Φόρος τιμής από τα βάθη της καρδιάς στη μορφή που έδωσε πνοή στον θρύλο που ονομάζεται Scuderia Ferrari.

Ο νεαρός άντρας που κείτεται στο κρεβάτι του πόνου, ξεχασμένος στη γωνιά όπου τον έχουν πετάξει εδώ και μέρες, ξυπνά απότομα τα ξημερώματα -όπως κάθε πρωί- από τα δυνατά σφυροκοπήματα που φτάνουν στα αφτιά του από τον κάτω όροφο του «νοσοκομείου των ξοφλημένων» του Μεγάλου πολέμου. 

«Το επόμενο ίσως να είναι για μένα», μουρμουρίζει στον εαυτό του καθώς το κάθε χτύπημα βυθίζει άλλη μια βελόνα όλο και πιο βαθιά στο ξύλο (όλο και πιο βαθιά στη δική του καρδιά) καθώς οι μάστορες του κάτω ορόφου, όπου βρίσκεται το νεκροτομείο, έχουν βολέψει ένα ακόμη παλικάρι μέσα σε ένα ξύλινο κουτί που προορίζεται για τον άλλο κόσμο. «Όχι! Θα βγω απ’ εδώ μέσα ζωντανός».

Μερικές δεκαετίες αργότερα ο μυστηριώδης αυτός άντρας, αναφερόμενος ίσως στους κινδύνους που ο ίδιος συνέχιζε να διατρέχει κάθε φορά που ένας δικός του πιλότος επέστρεφε από την πίστα μέσα σε ένα ξύλινο κουτί, είχε γράψει στα απομνημονεύματά του: «Κάθε πρωί, ξυπνώ με τον θάνατο στην τσέπη μου».

Αφού καταφέρνει να ξεγλιστρήσει από του χάρου το σφυροκόπημα, ο νεαρός άντρας φτάνει ένα παγερό απόγευμα του 1918 στο Torino, κρατώντας στο χέρι του μια συστημένη επιστολή από τον λοχαγό του, την οποία και παρουσιάζει στον επικεφαλής της πασίγνωστης φάμπρικας της πόλης, της τρανής FIAT, προτού ταπεινωθεί από τον ίδιο και οδηγηθεί στην πόρτα. 

Απεγνωσμένος, ο νεαρός άντρας, που καθώς βγαίνει στο δρόμο αισθάνεται το παγωμένο του παλτό να κολλά στο ξεπαγιασμένο σώμα του, φτάνει στο πάρκο Valentino. Καθαρίζει το χιόνι που έχει σκεπάσει το παγκάκι που βρίσκεται μπροστά του και αφού κάθεται σε αυτό, αρχίζει να πνίγεται μέσα σε ένα ποτάμι δακρύων. Πατέρας και αδελφός, τα μοναδικά του στηρίγματα, έχουν πεθάνει και ο ίδιος δεν έχει μία στην τσέπη. Καταφέρνει ωστόσο να συνέλθει και στη συνέχεια να ξυπνήσει τον «Δράκο» που κοιμόταν βαθιά μέσα του. Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον ταπείνωναν.

                                                                                          ***

Τα χρόνια και οι δεκαετίες περνούν και έχοντας φτάσει πια στα 70 του, o ίδιος αυτός άντρας, που έχει καταφέρει στο μεταξύ να δημιουργήσει μια ασύλληπτη βιομηχανία ονείρων, φορώντας όπως κάθε πρωί τη σκούρα καμπαρτίνα και τα σκούρα μαύρα γυαλιά που κρύβουν τα μάτια του, βγαίνει από το μεγάλο σκοτεινό σπίτι του, το οποίο κοιτάζει την πλατεία Garibaldi της Modena. Στη σκέψη του έρχεται ο μεγάλος αυτός εθνικιστής της Ιταλίας, στο όνομα του οποίου έχει βαφτίσει δεκάδες από τους δικούς του παράτολμους άντρες, οι οποίοι κατάφεραν να φέρουν σε αυτήν ακριβώς την πόρτα τόσες και τόσες δάφνες της νίκης.

Μαζί με τον αγαπημένο του Gilles Villeneuve, τον μοναδικό πιλότο που είχε το άγγιγμα του Nuvolari.

Πιστός στο καθημερινό ραντεβού που τον περιμένει με τον μπαρμπέρη της γειτονιάς του, περνά τώρα μπροστά από το μεγαλόπρεπο κτήριο της όπερας της πόλης και καθώς συνεχίζει τον πεντάλεπτο περίπατό του, στο μυαλό του έρχονται τα εφηβικά του χρόνια, όταν ο ίδιος ήθελε να γίνει τενόρος.

Αφού περνά τις πύλες που οδηγούν στην παλιά πόλη, διασχίζει γύρω στις 8:30 το κατώφλι του αγαπητού φίλου που τον περιμένει με το ξυράφι στο χέρι, προτού καθίσει, όπως πάντα, στην πρώτη καρέκλα στα αριστερά. Οι δύο αρχίζουν να συζητούν για ποδόσφαιρο, με τον ίδιο να πειράζει τον κουρέα για την αγαπημένη του Internazionale, διηγούμενος ιστορίες από την εποχή που ο 70χρονος άντρας, νεαρό παιδί τότε, έγραφε άρθρα για αυτήν στις εφημερίδες.

Τα λεπτά περνούν ευχάριστα και ο ήχος των φρένων που ακούει τώρα στο ξωπόρτι, αναγγέλλουν την άφιξη της FIAT 1100 του αγαπημένου του σοφέρ Peppino, ο οποίος τον περιμένει -πιστός εδώ και δεκαετίες- για να συνεχίσουν το υπόλοιπο της καθημερινής τους βόλτας.

Αφού παίρνει ο ίδιος το τιμόνι, οι δύο άντρες κατευθύνονται προς το San Cataldo. Εκεί, τον περιμένει η καθημερινή συνάντηση με τους νεκρούς γονείς, γυναίκα και αγαπημένο γιο του. Αμέσως μετά τη στάση στο κοιμητήριο, οι δύο άντρες επιστρέφουν στο γραφείο του στη Modena, στο γνωστό κτήριο στη viale Trento e Trieste: Στο «ανάκτορο» όπου ο ίδιος ξεκίνησε να πλέκει τον δικό του μύθο, χρησιμοποιώντας αρχικά τις πορφυρές μηχανές της Alfa, συνεχίζοντας -καθώς διαβαίνει για τρισχιλιοστή φορά το κατώφλι- να κουβαλά στην τσέπη του όλα εκείνα τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Ξεκινά, όπως κάθε πρωί, να διαβάζει πρώτα τις εφημερίδες, εντοπίζοντας τα καλά και τα κακά που γράφουν για τον ίδιο και φέρνοντας για άλλη μια φορά στο νου τη μαύρη εκείνη μέρα του 1957, και την τραγωδία στην τελευταία κούρσα του Mille Miglia, την κούρσα των γιγάντων, όταν η L’ Osservatore Romana (η φυλλάδα της εκκλησίας του Βατικανού) τον παρομοίασε με έναν «Σύγχρονο Κρόνο που καταβροχθίζει τα παιδιά του». Καθώς γυρίζει και το τελευταίο φύλλο, ο ίδιος μουρμουρίζει στον εαυτό του: «Νιώθω μόνος, και σχεδόν ένοχος που έχω επιζήσει».  

Οι δύο άντρες επιστρέφουν ξανά στο αυτοκίνητο και στις 11:00 το πρωί φτάνουν στο εργοστάσιο του Maranello. Ο Peppino σταθμεύει το αυτοκίνητο και το αφεντικό του εισέρχεται στο κτήριο της αγαπημένης του Gestione Sportiva, καλημερίζοντας με το μικρό όνομα τον κάθε υπάλληλο που δίνει πνοή στα «κόκκινα όνειρα» του. Στη συνέχεια αποτραβιέται στο γραφείο του (εισχωρώντας στην πρώτη πόρτα στα αριστερά όπως κοιτάζει κανείς τις διάσημες πύλες του εργοστασίου) και ξεκινά δουλειά, υπογράφοντας διάφορα έγγραφα με το βιολετί μελάνι της πένας του, εθισμένος ακόμη από το αποτύπωμα που άφηνε η λαδόκολλα στα χαρτιά που υπέγραφε ο μεταλλουργός πατέρας του.

Οι πύλες του εργοστασίου των ονείρων. Το γραφείο του αφεντικού βρίσκεται στα αριστερά. 

Πρίγκιπες, κινηματογραφικοί αστέρες και άλλοι διάσημοι περνούν μια την άλλη το κατώφλι του, επιθυμώντας να αποκτήσουν ένα από τα «κόκκινα όνειρά» του, πληρώνοντάς τον για να συνεχίσει να κάνει το κέφι του: να συμμετάσχει στους αγώνες της Formula 1, που εξακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια να αποτελούν το οξυγόνο που τον κρατά στη ζωή. 

Καθώς βλέπει όλους αυτούς τους τρελούς να μπαινοβγαίνουν από τις πύλες του φρούριού του, φέρνει στο νου του την πρώτη στην ιστορία νίκη που πέτυχε μια από τις δικές του βολίδες, το 1947 στο Torino. Τη μέρα που ο ίδιος περπάτησε (αμέσως μετά τον θρίαμβο του «λεοντόκαρδου» Sommer) και μπήκε ξανά στο πάρκο Valentino, βρίσκοντας το ίδιο παγκάκι στο οποίο κάθισε για να κλάψει τη μοίρα του 30 χρόνια προηγουμένως. Αυτή τη φορά τρέχουν ποτάμια χαράς από τα μάτια του, εφόσον ο ίδιος καταφέρνει να εκδικηθεί και να ξηλώσει το νήμα της αγωνιστικής ζωής της παλιάς φάμπρικας της χώρας του.    

Το μεσημέρι διασταυρώνει το δρόμο και εισέρχεται στο Cavallino Ristorante, όπου τον περιμένει το ίδιο πάντα τραπέζι, στο δικό του ιδιωτικό δωμάτιο. Οι άντρες του τοποθετούν στην απέναντι καρέκλα έναν φιλόδοξο νεαρό πιλότο, ο οποίος τρέμει από αγωνία καθώς προσπαθεί να διαβάσει το βλέμμα πίσω από τα σκούρα γυαλιά της μυστήριας φιγούρας που έχει μπροστά του.

Ο συγγραφέας μαζί με το γιο του, τον περασμένο Σεπτέμβριο στο περίφημο Cavallino Ristorante.

Ο σερβιτόρος αφήνει στο τραπέζι δύο πιάτα salsicce cotto και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και ο μυστηριώδης άντρας ζητά να μάθει εάν ο νεαρός πιλότος είναι πεινασμένος. Η ερώτηση δεν έχει να κάνει με το φαΐ αλλά με το αν «το λέει η καρδιά του» για να γίνει πιλότος της κόκκινης ομάδας.

Ο νεαρός περνά από το αλάθητο μέσα από τις δεκαετίες κόσκινο του αφεντικού το οποίο κρίνει εάν αυτός είναι προικισμένος με τη χάρη ή με το νεύρο ενός Nuvolari ή ενός Moll και στη συνέχεια οδηγείται από το τραπέζι λίγο παραδίπλα, για δοκιμές στην ιδιόκτητα πίστα του Fiorano.  

Το τραγούδι του δωδεκακύλινδρου κινητήρα αντηχεί τώρα μέσα στην πόλη, σηκώνοντας την τρίχα κάθε συμπολίτη όρθια από περηφάνεια, με τον ιερέα της πόλης να αναρωτιέται εάν την ερχόμενη Κυριακή θα μπορέσει να πάρει το σχοινί στο χέρι για να σημάνει (σύμφωνα με την παράδοση) τις χαρμόσυνες καμπάνες της νίκης σε ολόκληρο το Maranello. «Εάν η ψυχή ζει κάπου» έλεγε αυτός, ο πιο διάσημος πολίτης της Ιταλίας, «τότε η δική μου ζει αθάνατη μέσα στους κινητήρες μου».

Γύρω στις 4:00 το απόγευμα, ο ίδιος επιστρέφει όπως πάντα πίσω στο εργοστάσιό του, όπου και παραμένει μέχρι τις 8:00 το βράδυ, παρακολουθώντας από εκεί κάθε δεύτερη Κυριακή στην τηλεόραση τους αγώνες, μιας και έχει επιλέξει να μην επισκέπεται ποτέ τις πίστες, έχοντας για συντροφιά, εκτός από τον πιστό του Peppino, όχι κάποιες διασημότητες αλλά μερικούς από τους καλούς του φίλους, όπως ο Bazzi και ο Scaglietti. Και έπειτα, παίρνει το δρόμο για το σπίτι. Κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα για 30 τόσα χρόνια, είτε ήταν Σάββατο, είτε Κυριακή, είτε γιορτή.

Μόνο τον δεκαπενταύγουστο απεχθανόταν, αφού έπρεπε αναγκαστικά να μείνει μόνος στο εργοστάσιο (ποτέ δεν κατάλαβε το γιατί!) μέχρι που ένα πρωί, λίγο πριν την 15η Αυγούστου του 1988 και ενώ διένυε το 90ο έτος της ζωής του, δραπέτευσε -κάτω από το μύτη όλων- στον άλλο κόσμο. 

Το πνεύμα του Enzo Ferrari εξακολουθεί να ζει ωστόσο, ακολουθώντας καθημερινός την ίδια ακριβώς ρουτίνα που ακολουθούσε το σώμα του όλα εκείνα τα χρόνια (μπαρμπέρης, κοιμητήριο, Modena, Maranello κ.ο.κ) περιμένοντας να δει εάν η δική του Scuderia Ferrari καταφέρει φέτος να κατακτήσει τον τίτλο και σκορπίσει ξανά τη χαρά στους απανταχού tifosi, 125 χρόνια μετά τη γέννησή του._Δημήτρης Γιόκκας   

Μόνος, σε μια από τις τελευταίες του επισκέψεις στο Ναό της Ταχύτητας, την πίστα της Monza.

Δημήτρης Γιόκκας - Περισσότερα στο βιβλίο μου Ύμνος στην Ταχύτητα