Ο αετός πεθαίνει στον αέρα
Η νύχτα μυρίζει καμένο λάστιχο και χώμα και, από μακριά, φτάνει τώρα στα αφτιά ολονών το πιο ευφρόσυνο προσκλητήριο της χρονιάς.
Η βουή των βραδυνών βολίδων, οι οποίες σκάβουν όλο και πιο βαθιά τη γη με τη συμπλήρωση κάθε γύρου, ελκύει τους κατοίκους της περιοχής στην χωμάτινη οβάλ αρένα της ενορίας τους, όπου οι έμποροι της ταχύτητας -κάτω απ' τους δυνατούς προβολείς που φωτίζουν τον «φαύλο» αυτό κύκλο του τρόμου- αραδιάζουν απλόχερα την πραμάτεια τους σε τούτο, το πιο συναρπαστικό πανηγύρι που έχει στηθεί ποτέ στη δική τους πόλη.
Όλοι γνωρίζουν πως μέχρι το τέλος της βραδιάς ένας απ’ τους λιονταρόψυχους μονομάχους θα νικήσει το χάροντα και θα γεμίσει με μετρητά την τσέπη, ενώ κάποιος άλλος, θα γλιστρήσει στον άλλο κόσμο, φτάνοντας στον Άδη παραμορφωμένος (έχοντας προηγουμένως συρθεί μπρούμυτα μέσα στις πέτρες και στη λάσπη) αφήνοντας συντερτριμένη τη γυναίκα και πεινασμένα τα ορφανά του.
Ο νικητής αποθεώνεται και αυτό τον κάνει να αισθάνεται άτρωτος. Μέχρι την επόμενη κούρσα, ωστόσο, θα έχει ξοδέψει στα γλέντια και στα μπαρ όλα τα μετρητά που έχει μόλις κερδίσει.
Φτάνοντας λοιπόν άφραγκος για άλλη μια φορά στην πίστα, ετοιμάζεται να γυρίσει ξανά τον τροχό για να μάθει αν θα αναδειχθεί πάλι δοξασμένος ήρωας ή αν θα έρθει η δική του σειρά να μπει μέσα σε ένα ξύλινο κουτί.
Η μικρή παρέα των Sprint racers γνωρίζει πως ο θάνατος είναι ο πιο στενός φίλος της όμορφης ζωής τους. Οι θεατές, που γεμίζουν ξανά την οβάλ αρένα (μια απ' αυτές έχει ξεφυτρώσει τώρα σε κάθε πολιτεία της Αμερικής) ετοιμάζονται για άλλη μια φορά να εισπνεύσουν χώμα, καμένο λάστιχο και αίμα…
Οι ζητωκραυγές του ένθερμου πλήθους (το οποίο σείει συθέμελα τις εξέδρες) δεν αργούν να θρυμματιστούν απ’ τα κλάματα των γυναικόπαιδων, καθώς όλοι βλέπουν τώρα το σώμα ενός από τους παράτολμους άντρες να εκτινάσσεται μέσα από μια από τις βολίδες και να πετά σαν ασπόνδιλη κούκλα ψηλά στον αέρα.
Κάποιος βουτά μέσα στις φλόγες, στην προσπάθειά του να σώσει τον πιλότο ο οποίος έχει προσγειωθεί μέσα στα μπαρουτοκαπνισμένα συντρίμμια της βολίδας του, την ώρα που κάποιος άλλος τρέχει κι αρπάζει απ' την τσέπη του νεκρού όχι το πορτοφόλι, μα το δευτέρι με τα τηλέφωνα των φιλενάδων του για να το κρύψει απ' τις χήρες που σπαράζουν τώρα μαζί πάνω στις εξέδρες.
Τα δάκρια ολονών δεν αργούν να στεγνώσουν ωστόσο, κι όλα ξεκινούν πάλι από την αρχή..._Δημήτρης Γιόκκας
Αφιερωμένο στον αξέχαστο Don Branson που έφυγε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο από τη ζωή (σαν σήμερα 12 Νοεμβρίου 1966) με το γκάζι στο τέρμα, ντριφτάροντας άφραγκος, μα με καρδιά χορτάτη, προς τον άλλο κόσμο.
Περισσότερα στο βιβλίο μου «Ύμνος στην Ταχύτητα» - Δημήτρης Γιόκκας 2020