H μέρα της «Αποκάλυψης» στη Formula 1

Ο χαοτικός και τόσο απρόβλεπτος αγώνας στη βροχή της Βραζιλίας, που «εξίσωσε» τις δυνάμεις στη Formula 1 και μας έδωσε έναν τόσο όμορφο αγώνα (με νικητή έναν απίθανο Verstappen) έφερε στη μνήμη μου το Αυστραλιανό Grand Prix του 1989, το οποίο διεξήχθη σαν σήμερα πριν από 35 χρόνια, μα που ίσως δεν έπρεπε να ξεκινούσε ποτέ.

Παρόλο που θυμάμαι την κούρσα λες και ήταν χθες, δεν μπορώ ακόμη να συνειδητοποιήσω πόσο τυχεροί ήμασταν όσοι παρακολουθούσαμε τη Formula 1 τότε.

Το αγώνισμά μας έσφυζε κυριολεκτικά από ζωντάνια. Σκεφτείτε απλώς τους αριθμούς: είκοσι ομάδες (οι διπλάσιες απ’ όσες έχουμε σήμερα) και 39 πιλότοι, οι οποίοι πιλόταραν τα πια αρρενωπά και συνάμα τα πιο μελωδικά μονοθέσια που έχουμε δει και ακούσει ποτέ, με τους ατμοσφαιρικούς V8, V10 και V12 κινητήρες των 3.5 λίτρων που κουβαλούσαν, να σείουν την άσφαλτο και να βάζουν φωτιά στα στήθια μας.

Με κερασάκι στην ονειρική αυτή τούρτα το πιο επικό ίσως δίδυμο αντιπάλων που είχαμε ποτέ στα χρονικά του αγωνίσματος (Senna Vs Prost) στην τελευταία ίσως χρονιά κατά την οποία δύο ομόσταβλοι (στην υπερομάδα της McLaren-Honda) ήταν ελεύθεροι να εκφραστούν ως «ορκισμένοι τιτάνες» (εχθροί στην πίστα!), παλεύοντας λυσσαλέα για τον τίτλο κόντρα στις πεποιθήσεις του πιο αυστηρού αρχηγού ομάδας που είχαμε ποτέ στην F1 (Ron Dennis), το τραπέζι μας ήταν στρωμένο με του κόσμου τα αγαθά για την πιο μεγαλειώδη γιορτή της ζωής μας.  

Αυτές ήταν οι εποχές κατά τις οποίες δεν παρακολουθούσαμε έναν αγώνα Formula 1 για να δούμε ποιος θα κερδίσει, αλλά ποιος θα καταφέρει να παραμείνει αλώβητος στην πίστα -να δαμάσει μονοθέσιο και στοιχεία της φύσης- για να βγει στη συνέχεια νικητής. Με απλά λόγια, το να κρατήσεις ένα μονοθέσιο πάνω στη βρεγμένη πίστα ήταν πιο δύσκολο από το να κερδίσεις την κούρσα... 

Σε σύγκριση με τον Κυριακάτικο, βροχερό αγώνα στο Interlagos, ο αγώνας του 1989 στην Αυστραλία ήταν διαβολικός, αφού η παλιά, κλειστοφοβική (περιτριγυρισμένη από τοίχους) street πίστα της Αδελαΐδας, ήταν εκείνο το φθινοπωρινό weekend κατάλληλη μόνο για αγώνα... θαλάσσιων σκαφών.

Πότε δεν έχω δει τόσες πολλές πιρουέτες, συγκρούσεις και επικίνδυνα ατυχήματα στην πίστα.

Ο Prost είχε ήδη κατακτήσει τον τίτλο ύστερα από εκείνη την περιβόητη (χιλιοπαιγμένη στο YouTube σήμερα) σύγκρουσή του με τον Senna στη Suzuka, δύο βδομάδες προηγουμένως, αλλά κανείς μας τότε δεν παρακολουθούσε το αγώνισμα για να δει ποιος θα αναδεικνυόταν πρωταθλητής, αλλά για να δει παλικαρίσιες μάχες και ο αγώνας στην Αυστραλία αποτελούσε για μας την τελευταία λαμπρή παράσταση της χρονιάς.

Όπως ο Verstappen σήμερα, έτσι και ο Senna τότε ήταν στο στόχαστρο εκατομμυρίων επικριτών, με την FIA του Jean Marie Balestre να θεωρεί τον Βραζιλιάνο “επικίνδυνο” και να τον απειλεί με... αποβολή από το πρωτάθλημα του 1990. Κάτι ανάλογο σήμερα για τον Verstappen θα προξενούσε παγκόσμιο πόλεμο στη Formula 1. Τότε, όμως, δεν υπήρχε όλη αυτή η υπερκάλυψη των γεγονότων από τα media και το ενδιαφέρον των περισσότερων οπαδών εξασθένιζε εντελώς με το τέλος μιας κούρσας. 

Και οι 39 ήταν υπέρηχοι

Με την έναρξη λοιπόν της δράσης στην Αδελαΐδα του 1989, όλοι αναμέναμε να μάθουμε -πρώτα- ποιοι τέσσερεις από τους 13 που συμμετείχαν στην άχαρη διαδικασία του λεγόμενου pre-qualifying (στο οποίο έπαιρναν μέρος όσες ομάδες δεν είχαν ουσιαστικά βαθμολογηθεί ακόμη) θα έπαιρναν το εισιτήριο για να μπουν στην 30άδα των προκριματικών. Τριάντα μόλις λεπτά και άντε να βρεις καθαρό δρόμο για να γράψεις έναν καλό χρόνο (ό,τι πιο ψυχοφθόρο είχαμε πότε στην F1) με τον Nicola Larini (που οι πιο πολλοί γνώρισαν αργότερα ως άσο των Touring Cars με την Alfa Romeo 155 του) να γράφει τον ταχύτερο χρόνο με την κομψή Osella (εκείνη τη λευκή γαζέλα) της ομώνυμης φυτοζωούσας ομάδας.

Nicola Larini (Osella-Ford)

O λαμπρός αυτός δεξιοτέχνης (ένας από 13 Ιταλούς πιλότους που είχαμε στην F1 εκείνη τη χρονιά) σταμάτησε τα χρονόμετρα μπροστά από τον εξαιρετικό Γάλλο Philippe Alliot (πίσω από το τιμόνι της Larrousse η οποία φορούσε τον πιο μελωδικό Lamborghini V12 που έχουν ακούσει ποτέ τα αυτιά μου) και τον ομόσταβλό του στην Osella-Ford, Piercarlo Ghinzani, ο οποίος θα αγωνιζόταν την Κυριακή στο τελευταίο του GP.

Το τελευταίο εισιτήριο της πρόκρισης εξασφάλισε ο σούπερ γρήγορος Φινλανδός Jyrki Jarvilehto της Onyx (η οδήγησή του στη βροχή του Le Mans το 1995 με τη McLaren αποτελεί μέχρι σήμερα δείγμα «ποίησης πάνω σε ρόδες») ο οποίος έκοψε το νήμα της πρόκρισης με διάφορα μόλις 97 χιλιοστών του δευτερολέπτου από τον ομόσταβλό του Johansson. Οι υπόλοιποι εννέα (συμπεριλαμβανομένου του υπέροχου Moreno που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα με την αξιοθρήνητη Coloni του) τράβηξαν στο σπίτι από τις 9:00 το πρωί της Παρασκευής.

Δύο περίπου ώρες αργότερα 30 ατμοσφαιρικά θεριά αμολήθηκαν στην πίστα, προξενώντας σεισμό βιβλικών διαστάσεων, με τα τρανά ονόματα να διασταυρώνουν για πρώτη φορά τα ξίφη και τα πιο μικρά να παλεύουν για μια από τις 26 θέσεις του grid.  

Στα απογευματινά προκριματικά της ίδιας ημέρας (πόσο μου λείπουν οι μέρες που οι Παρασκευές μας είχαν ακόμη νόημα) ο Alain Prost, o Γάλλος «Καθηγητής της Ταχύτητας, στον τελευταίο αγώνα της καριέρας του με τη McLaren (γεγονός που μου προκάλεσε βαριά θλίψη η οποία ομολογώ πως με καθήλωσε για μια μέρα στο κρεβάτι) ήταν τρία δέκατα ταχύτερος από τον Ayrton Senna, τον «Φιλόσοφο της Ταχύτητας», ο οποίος έδειξε με τη σειρά του το δρόμο στον καλό του φίλο Thierry Boutsen (Williams-Renault) και στον ουρανοκατέβατο Pierluigi Martini (ή αλλιώς «ρουκέτα τσέπης») που εκπροσωπούσε την μικρή μα λιονταρόψυχη Minardi. 

Ο Senna ανταπέδωσε τα πυρά στα προκριματικά του Σαββάτου, κλέβοντας όπως ήταν αναμενόμενο -μιας και ο ήλιος είχε ανατείλει από την ανατολική πλευρά της ζωής μας- το pole position από τον Prost, με τον Martini να μπαίνει -με θράσος- σφήνα μεταξύ των δύο τρανών McLaren και τον Larini να γράφει τον ένατο ταχύτερο χρόνο.

Pierluigi Martini (Minardi-Ford)

Στα 41 του χρόνια ο Γάλλος βετεράνος Rene Arnoux, που θα κρέμαγε μετά την κούρσα για πάντα το κράνος του, έκανε ένα μικρό αναμνηστικό δώρο σε όλους τους αντιπάλους του (μαχητής στην πίστα όπως απέδειξε στη γνωστή του μονομαχία με τον Gilles Villeneuve αλλά μεγαλόψυχος) έχοντας εξασφαλίσει με τη Ligier του την 26η και τελευταία θέση στο grid.  

Σοκ και δέος

Στην πρώτη γραμμή της εκκίνησης άραξαν λοιπόν οι δύο ερυθρόλευκες McLaren των Senna και Prost, αλλά από εκεί και πίσω είχαμε αρκετά σοκαρισμένα πρόσωπα (Patrese, Mansell, Berger, Piquet) τα οποία δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πως στην ευχή κατάφερε μια Minardi -με τα ειδικά ελαστικά προκριματικών της Pirelli που φορούσε ομολογουμένως το ιταλικό μονοθέσιο- να επισκιάσει τις τρανές Ferrari, Williams και Lotus τους, οι οποίες φορούσαν τα ίδια Goodyear με τις McLaren.

Στην ουρά των δύο βολίδων από το Woking είχαμε λοιπόν τον ατίθασο Martini (Minardi) και τον απίθανο Nannini (Benetton), με τον Larini να ξεκινά από την 11η θέση, έχοντας γράψει -προς ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη όλων- τον έκτο ταχύτερο χρόνο με τη μικροσκοπική Osella του στο πρωινό «warm up» που είχαμε τότε πριν από κάθε κούρσα.

Με τον ουρανό να ρίχνει από ψηλά καρεκλοπόδαρα και τους πιλότους να κάθονται μέσα σε αγωνιστικά αυτοκίνητα και όχι μέσα σε speedboats, τα πρόσωπα όλων ήταν ανήσυχα, με τους περισσότερους πιλότους να κάνουν σκέψεις για να μποϊκοτάρουν την κούρσα. Έχοντας προκριθεί στην 5η θέση με τη δική του Williams, o Boutsen προσέγγισε τον καλό του φίλο Senna, που ήταν βυθισμένος στη βολίδα του επικεφαλής του grid, για να μάθει πως σκεφτόταν: «Δεν θέλω να ξεκινήσω την κούρσα αλλά πρέπει να το κάνω», ήταν η απάντηση του Βραζιλιάνου προς τον Βέλγο.

Οι λέξεις «ασφάλεια» και «Safety Car» ήταν άγνωστες τότε στη Formula 1 και όσο απάνθρωπο κι αν ακούγεται σήμερα, η φωνή των πιλότων -το αίτημά τους να μην διεξαχθεί ο αγώνας- δεν εισακούσθηκε.

Το πράσινο φως της εκκίνησης άναψε πριν ακόμη οι τελευταία πιλότοι παραταχτούν στο grid (!) με τον Prost να κλέβει την αρχηγεία από τον Senna, προτού ο Βραζιλιάνος την αρπάξει πίσω -με μια απότομη κίνηση του σπαθιού του- καθώς οι δύο McLaren βυθίστηκαν σαν δαιμονισμένα υδροπλάνα στην πρώτη στροφή.

Τα 26 μονοθέσια άρχισαν να γλιστρούν σαν τρελά δεξιά και αριστερά μέσα σε εκείνο το εκτυφλωτικό σπρέι νερού που εκτόξευαν τα ελαστικά τους, με αρκετά από αυτά να υδρολισθένουν εκτός πίστας, μέχρι που ο JJ Lehto (ο άνθρωπος που είχε το χάρισμα να περπατά πάνω στο νερό) καρφώθηκε με την Onyx του στον τοίχο.

Η κόκκινη σημαία ανέμιζε τώρα στην πίστα (για όσους μπορούσαν να τη δουν) και οι επιζώντες επέστρεψαν στο grid. O Prost επέστρεψε κατευθείαν στα pits έχοντας πει «αρκετά!» («καλώς έπραξε» oμολόγησε αργότερα ο Senna) με τους Berger, Mansell, Patrese, Boutsen, Piquet και Nannini να ζητούν την ακύρωση του αγώνα και τους Martini, de Cesaris, Caffi, Brundle (ο σημερινός σχολιαστής του Sky) και Alesi (που έπασχε από βρογχίτιδα!) να έχουν αντίθετη γνώμη, έχοντας βρει για σύμμαχό τους (ποιον άλλο;) τον Bernie Ecclestone.

Και ενόσω γινόταν όλος αυτός ο σαματάς, ο Senna παρέμεινε σιωπηλός στο πιλοτήριό του, προσπαθώντας να οραματιστεί το πρόσωπο της νίκης.

Καβαλάρηδες στην καταιγίδα

Η δεύτερη εκκίνηση δόθηκε λοιπόν (και ο Θεός βοηθός) με τον Senna να βιάζεται τόσο πολύ να κερδίσει που -πάνω στη φούρια του- άφησε με τη συμπλήρωση του πρώτου γύρου τον Martini 9 δευτερόλεπτα (εννέα!) πίσω του.

Οι συνθήκες ήταν τέτοιες ωστόσο που ούτε αυτός, ο αδιαφιλονίκητος «Άρχοντας της Βροχής», δεν θα έμενε αλώβητος (ποτέ δεν θα ξεχάσω πως κατάφερε να αρπάξει τη βολίδα του όταν αυτή έκανε τρεις απανωτές πιρουέτες των 360 μοιρών στη μέση της πίστας) και φτάνοντας στον γουρσούζικο 13ο γύρο του αγώνα, ο Βραζιλιάνος άσος μπήκε με ορμή σε ένα σύννεφο και «μάζεψε» την αθέατη Brabham του παλιού του αντίπαλου στη Formula 3, Brundle, με αποτέλεσμα η McLaren του να βγει από την άλλη πλευρά με τρεις τροχούς.  

Ο άμοιρος ο Larini έμεινε δυστυχώς στην εκκίνηση αφού, μέσα σε όλον αυτό τον χαλασμό Κυρίου, πνίγηκαν τα ηλεκτρικά της Osella του.

Το χειρότερο και πιο επικίνδυνο ατύχημα ήταν εκείνο μεταξύ του Piquet (Lotus) και της άλλης Osella του Ghinzani, με τον πρώτο -που βρήκε αργότερα σημάδια από το λάστιχο του τελευταίου πάνω στο κράνος του- να ευχαριστεί τον Θεό που παρέμεινε ζωντανός και τον Ιταλό αντίπαλό του να κλείνει -ευτυχώς- την καριέρα του στην F1 με έναν χτυπημένο αστράγαλο μόνο και όχι καθηλωμένος στο τροχοκάθισμα.

Ο Senna άφησε λοιπόν τη νίκη στον παλιόφιλό του Boutsen ο οποίος κατάφερε (με την εκπνοή του αγώνα στις 2 ώρες) να ξεπροβάλει μέσα από το σπρέι θριαμβευτής, έχοντας τερματίσει μπροστά από τον άσο στη βροχή Nannini και τον ομόσταβλό του στη Williams Patrese, που είχαν και οι δύο σοβαρά γλιστρήματα στην πίστα.  

Thierry Boutsen (Williams-Renault)

Οκτώ μόλις διαγωνιζόμενοι επέζησαν (από θαύμα) από τους 26 που ξεκίνησαν, ενώ δεν υπήρχε πιλότος που να μην είχε κάνει έστω και μια πιρουέτα εκείνη τη μέρα, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον ψύχραιμο Boutsen που κέρδισε νωρίτερα την ίδια χρονιά και τη βροχερή κούρσα στον Καναδά.

Ο Martini κατετάγηκε τελικά έκτος (τα ελαστικά της Pirelli δεν μπορούσαν να διώξουν με αποτελεσματικότητα το νερό στην πλημμυρισμένη πίστα) ενώ προς έκπληξη όλου του κόσμου, στην τέταρτη θέση τερμάτισε ο Satoru Nakajima με τη Lotus του. Ο Ιάπωνας πιλότος (ο οποίος έτρεμε την οδήγηση στη βροχή και απεχθανόταν τις street πίστες) έγραψε μάλιστα στο τέλος τον ταχύτερο γύρο του αγώνα, γλιστρώντας με τη χάρη ενός χελιού ανάμεσα στους τοίχους.

Το γεγονός ότι κατάφερε να σκαρφαλώσει μέχρι την τέταρτη θέση, από την 22η στην οποία γλίστρησε ως αποτέλεσμα πιρουέτας που είχε στον πρώτο γύρο (κερδίζοντας 18 θέσεις σε σύγκριση με τις 17 που κέρδισε ο Verstappen στη Βραζιλία) λέει πολλά για τη ψυχή με την οποία πάλεψε -και αυτός ο μονομάχος- εκείνο το αλησμόνητο απόγευμα. Το απόγευμα της «αποκάλυψης» στη Formula 1._Δημήτρης Γιόκκας   

Satoru Nakajima (Lotus-Judd)

O Βέλγος άσος παίρνει την καρό σημαία στην πλημμυρισμένη πίστα.