Land Rover Defender: Η ιστορία συνεχίζεται

Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι και «η Ιστορία ξαναγράφεται», καθώς, όσο κι αν αυτό πονάει, στην περίπτωση του κορυφαίου τετρακίνητου όλων των εποχών το νέο Land Rover Defender βάζει τα γυαλιά στον πρώτο διδάξαντα. Στ’ αλήθεια, όμως, ποιος νοιάζεται;

Ας αρχίσουμε να παραδεχόμαστε μερικές αλήθειες. Για παράδειγμα, αν υπάρχει έστω ένας οδηγός, κάτοχος Land Rover Defender, παλιού, παλιότερου, αλλά και νέου, που δεν το σκέφτεται δύο φορές πριν σκαρφαλώσει πίσω από το τιμόνι του για να πάει για μια οποιαδήποτε δουλειά στην πόλη, ας κάνει ένα βήμα μπροστά. Δεν περιμέναμε καμιά κοσμοσυρροή, πλην ίσως μερικών αμετανόητων, σαν τον νεαρό οδηγό στις φωτογραφίες αυτών των σελίδων, που αν είχε διαφορετική αντίληψη για την αισθητική, θα είχε και ένα τατουάζ «Defender» σε εμφανές σημείο του σώματός του.

Παρ’ όλα αυτά, η αλήθεια είναι μία: το Defender, όπως το γνωρίσαμε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οπότε και αντικατέστησε το Land Rover Series III, το εκτιμάς, το ζηλεύεις και το θέλεις. Πρωτίστως για τα αμέτρητα προτερήματά του στην off-road οδήγηση, αλλά και γιατί, αν έχεις ζήσει μαζί του, το αγαπάς βαθιά και αγνά για τα ελαττώματά του, σαν καθετί έμψυχο, που κατά μία έννοια έχει την ανάγκη σου.

Με λίγα λόγια, όλοι οι κάτοχοι ακόμα και νεότερων, όπως αυτού της δεκαετίας του ’90 αυτών των σελίδων, βρίσκουν έως και χαλαρωτικό το να κοιτάζουν το λεκέ που αφήνουν στο γκαράζ τους τα λάδια που στάζουν non-stop από το κεντρικό διαφορικό, ενώ χαϊδεύουν σχεδόν στοργικά τα φουσκώματα από τις σκουριές που «σκάνε» γύρω από τους καθρέφτες ή στους προφυλακτήρες.

Λίγη σημασία έχουν αυτά μόλις πατήσεις στο βουνό, και ακόμα λιγότερη μόλις ακούσεις να βρυχάται o V8, που κατά μεγάλο ποσοστό έχει αντικαταστήσει τον «μαμά» 4κύλινδρο 2.25 TDI με τον οποίο ως επί το πλείστον εισάγονταν στην Ελλάδα τα πρώτα Defender, που στην πλειονότητά τους ήταν επαγγελματικά. Για όλους αυτούς η ιστορία του Defender τελειώνει κάπου στις αρχές του 21ου αιώνα, με το τελευταίο δείγμα εκείνης της απέριττης σχεδιαστικής προσέγγισης και ωμής μηχανολογικής αρτιότητας. Εκείνοι οι ίδιοι που έπιναν νερό στο όνομα Defender, «σταύρωσαν» τον σημερινό απόγονό του, στο άκουσμα του λανσαρίσματός του και μόνο.

Όταν όμως το βλέπουν στο δρόμο, βαρύ και επιβλητικό, κάτι σκιρτάει μέσα τους όσο κι αν δεν το παραδέχονται.

Land Rover Defender Old vs New: Χάσμα γενεών;

Το να πει κανείς πως ο προκάτοχος είναι καλύτερος από το σημερινό είναι σαν να ισχυρίζεται πως μια τηλεόραση «ντουλάπα» υπερέχει των σημερινών flat με ανάλυση 4Κ. Ωστόσο, μια σχετική συζήτηση το πιθανότερο είναι να οδηγήσει σε καβγά. Σε κάθε περίπτωση, εδώ δεν κάνουμε σύγκριση. Κατ’ αρχάς, είναι πρωτόγνωρο δύο διαδοχικές εκδόσεις ενός μοντέλου, όσο το σύγχρονο με την έκδοση του 2016 που αντικατέστησε, να είναι μεταξύ τους τόσο διαφορετικές. Αλλά και πάλι, τι να συγκρίνεις;

Το σπαρτιάτικο εσωτερικό του ενός με το state-of-the-art του άλλου; Τους ξεπερασμένους, αργούς και βρόμικους κινητήρες με τους σημερινούς; Τους τζόγους στο τιμόνι, που παραμένει νεκρό στο ένα όγδοο του κύκλου στροφής του, με την ηλεκτρική κρεμαγιέρα; Το ασαφές κούμπωμα του κιβωτίου, που στην καλύτερη περίπτωση είναι 5 σχέσεων (χρειάστηκε να φτάσει στην έκδοση του 2006 για να «φορέσει» 6άρι χειροκίνητο), με το αυτόματο 8άρι; Τα κενά στη μετάδοση με το Terrain Response που έχει φτάσει να ελέγχει και τον πυθμένα ποταμού; Τους άκαμπτους άξονες με την αερανάρτηση; Ακόμα κι αν δίναμε έναν πόντο στην αρχιτεκτονική εκείνης της ανάρτησης με τις ατελείωτες διαδρομές, το νέο Defender έρχεται να εξισορροπήσει -και μάλιστα με το παραπάνω- τη χασούρα της απώλειας πρόσφυσης σε κάποιον τροχό που «κρεμάει», με το Stability Control.

Ως προς την εμφάνιση, παραμένει γεγονός πως η εικόνα του σύγχρονου χρειάστηκε το χρόνο της μέχρι να γίνει αποδεκτή, κάτι που, έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια στους δρόμους, φαίνεται πως έχει επιτευχθεί. Από τη στιγμή πάντως που κάποιος θα περάσει στο εσωτερικό του και θα βρεθεί πίσω από το τιμόνι του, είναι βέβαιο πως θα «μυρίσει» DNA Land Rover. Ίσως το μεγαλύτερο κερδισμένο στοίχημα του νέου Defender να είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως έχει καταφέρει να προσαρμοστεί στη σύγχρονη αυτοκίνηση, διατηρώντας ταυτόχρονα τη μοναδική του αποτελεσματικότητα εκτός δρόμου, «επιμένοντας» ηχηρά πως υπάρχει ακόμη τρόπος να μη χαθούν κάποιες ιδέες του παρελθόντος.

 

Διελκυστίνδα

Όσο κι αν οι πιστοί διαμαρτύρονται, ο κύκλος του Defender, όπως εκείνοι το προτιμούν, έκλεισε οριστικά και ανεπιστρεπτί το 2016. Και αν δεχτούμε πως άνοιξε με το Land Rover του 1948, ουδείς θα έπρεπε να έχει παράπονο. Εβδομήντα χρόνια μετά, το να πει κανείς πως «οδηγεί» ένα παλιό Defender είναι μάλλον η λάθος λέξη για να περιγράψει στ’ αλήθεια τι κάνει.

Ακριβέστερο είναι να πει πως χειρίζεται ένα μηχάνημα όπου τα πάντα είναι βαριά. Από το τιμόνι μέχρι το συμπλέκτη και τον επιλογέα των ταχυτήτων, έστω κι αν όλο αυτό αποτελεί μέρος της γοητείας του αυτοκινήτου. Ενός αυτοκινήτου με υποτονικές επιδόσεις και καμία επαφή με την ενεργητική ή την παθητική ασφάλεια. Καθετί διαφορετικό, σημαίνει πως ο ιδιοκτήτης του έχει πληρώσει σε custom αλλαγές την αξία του πολλαπλάσια, πλησιάζοντας σε κόστος τον αντικαταστάτη του.

Αναμενόμενα η όποια άτυπη κόντρα δεν μπορεί παρά να έχει νικητή το «νέο», με μια υποσημείωση: ψάχνοντας με τι θα μπορούσε να συγκριθεί το σημερινό μοντέλο, είναι αδύνατον να βρεθεί ανταγωνιστικό του. Άλλο θα υπολείπεται σε τεχνολογία, άλλο σε εκτός δρόμου ικανότητες, άλλο σε στοιχεία χαρακτήρα. Και κάπως έτσι η σύγκριση παραμένει μονόδρομος, και είναι μόνο με τον παλιό του εαυτό._ Ε. Ξ.