Γαλλικό Grand Prix: Ήρωες με λαδερά πρόσωπα που έλαμψαν πριν από 100 χρόνια!
Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από την ξακουστή νίκη του αξέχαστου Jimmy Murphy και της Duesenberg στο Γαλλικό Grand Prix, σε έναν αγώνα που θα μπορούσε να παραδειγματίσει τη σημερινή κοινωνία της Formula 1.
Οι Γάλλοι ήταν αυτοί που επινόησαν ουσιαστικά το αγαπημένο μας άθλημα, το 1906, με τους αγώνες Grand Prix να διεξάγονται στη χώρα τους εδώ και 115 χρόνια.
Οι θορυβώδεις αγωνιστικές άμαξες χωρίς άλογα, που ξεπερνούσαν τα 160 χλμ./ώρα στους ανοικτούς δρόμους της χώρας μέχρι τις αρχές του 1900 (σοκάροντας κυριολεκτικά το κοινό με την εξωπραγματική ταχύτητα και ήχο τους) έπρεπε κάποτε να περιοριστούν σε μια ελεγχόμενη διαδρομή. Το 1906, λοιπόν, γεννήθηκε η ιδέα της πίστας. Ένα «Μεγάλο Βραβείο» θα απονεμόταν στο πιο γρήγορο και ανθεκτικό αυτοκίνητο και στους λιονταρόψυχους πιλότους του, που έπρεπε να αντέξουν την αβάστακτη σωματική και πνευματική κόπωση. Αυτό ακριβώς το μοντέλο έπρεπε να ακολουθεί μέχρι τις μέρες μας η Formula 1, αλλά τελικά μας πρόλαβαν οι πίστες-αεροδρόμια, οι βελούδινες αναρτήσεις, τα ηλεκτρονικά βοηθήματα και οι πιο πολιτισμένοι, «χαμηλόφωνοι» κινητήρες, που δεν χάνουν ούτε στροφή και που πρέπει να βγάζουν (βάση αγωνιστικού κανονισμού) οκτώ σχεδόν αγώνες.
Υπάρχει όμως λύση: Να διεξαχθεί το Γαλλικό Grand Prix στην σούπερ θεαματική, άκρως προκλητική και επικίνδυνη πίστα του Le Mans, μήκους 13 χλμ. (όπου λαμβάνει χώρα η ξακουστή 24ωρη κούρσα) με τον αγώνα να έχει διάρκεια πάνω από τέσσερεις ώρες. Ζευγάρια πιλότων να μοιράζονται το ίδιο πιλοτήριο (ο Verstappen να έχει στο διπλανό κάθισμα της Red Bull του τον Perez και ο Leclerc τον Sainz μέσα στη δική του Ferrari) με τη συμμετοχή της ομάδας της Mercedes να απαγορεύεται διά νόμου.
Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα πριν από 100 ακριβώς χρόνια, στον αγώνα της 25ης Ιουλίου του 1921, όταν διεξήχθη το πρώτο Grand Prix μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (οι Γάλλοι απαγόρευσαν τη συμμετοχή της Mercedes και των αρειμάνιων Γερμανών), στην γνήσια πίστα του Le Mans. Η τελευταία είχε μήκος 17,26 χλμ. και οι βολίδες της εποχής έπρεπε να συμπληρώσουν 30 γύρους, καλύπτοντας έτσι συνολική απόσταση που σχεδόν ισοδυναμεί με την απόσταση των δύο τελευταίων Grand Prix που είχαμε στο Μονακό και στο Αζερμπαϊτζάν. Ιδρώτας, καυτό σίδερο και λιονταρίσια ψυχή. (Άκου Sprint Races!).
Οι βολίδες του 1921 δεν αποτελούσαν μονοθέσια αλλά διθέσια αφού, βάση κανονισμού, ο οδηγός έπρεπε να έχει δίπλα του έναν μηχανικό που να αντλεί λάδι στον κινητήρα, να ρυθμίζει τη μίξη αέρα-καυσίμου, να κοιτάζει γύρω του το traffic (υπήρχαν από τότε Mazepin!) και να κάνει πολλά άλλα, προτού οι αφανείς αυτοί ήρωες του διπλανού καθίσματος προβιβαστούν σε πιλότους της ομάδας. Κι’ όλα αυτά χωρίς ζώνες ασφαλείας ή κράνη και με τον χάροντα να παραμονεύει κυριολεκτικά πίσω από την κάθε στροφή. (Ο Hamilton με τη βοήθεια του Bottas στο πιλοτήριο ίσως να πρόφταινε να ρυθμίσει εκείνο τον διακόπτη που του στοίχησε τη νίκη στο Μπακού).
Μια νίκη στο Γαλλικό Grand Prix ισοδυναμούσε εκείνη την εποχή με έναν παγκόσμιο τίτλο και τα ονόματα των αστέρων που έλαβαν μέρος στην κούρσα, ήταν περίτρανα και ξακουστά: Ralph DePalma, Jules Goux και Louis Wagner για την γαλλική Ballot, Albert Guyot, Jimmy Murphy και Joe Boyer για την ξενόφερτη Duesenberg, Kenelm Lee Guinness (της γνωστής ζυθοποιίας), Henry Segrave και Andre Boillot για την επίσης ντόπια Talbot, και αρκετοί άλλοι.
Οι Ballot είχαν την υπεροχή στις στροφές και οι Duesenberg την απάντηση στο τέλος κάθε ευθείας (χάρη στα πιο αποτελεσματικά υδραυλικά τους φρένα) με τον άμοιρο τον Guinness να σταματά 15 φορές την Talbot του για λάστιχα στον αγώνα (κάθε δύο γύρους) στο δρόμο προς την 8η θέση, και τον πολύπειρο Goux (μεγάλο ήδη νικητή του Indy 500 και αργότερα του πρώτου Ιταλικού GP) να τερματίζει τρίτος με τη δική του Ballot, χωρίς καθόλου στάση.
Ο «Αμερικανός» Murphy κέρδισε τελικά την εξοντωτική κούρσα για λογαριασμό της Duesenberg ύστερα από 4 ώρες, 7 λεπτά και 11 δευτερόλεπτα, τερματίζοντας μπροστά από την Ballot του τρανού Ιταλού Ralph DePalma (νικητή του Indy 500 το 1915 με τη Mercedes) που υπήρξε ο Hamilton της εποχής του (με το ήθος όμως ενός Fangio).
Ο ταπεινής καταγωγής Jimmy Murphy (η μητέρα του πέθανε στον μεγάλο σεισμό του San Fransisco το 1906 και ο πατέρας του τον εγκατέλειψε), που ξεκίνησε την καριέρα του ως συνοδηγός-μηχανικός, κέρδισε χάρη στην άρτια μηχανολογική προετοιμασία και στρατηγική του, έχοντας στο διπλανό κάθισμα τον πολυμήχανο Ernie Olson, που υπήρξε ο σπουδαιότερος ίσως συνοδηγός-μηχανικός όλων των εποχών, ο οποίος όμως δεν έγινε ποτέ πιλότος.
Ο ταχύτερος γύρος τους στις απαιτητικές εξοχικές στράτες του Le Mans, που ήταν ακόμη σε άσχημη κατάσταση μετά από τα δεινά του πολέμου (αρκετές πέτρες που βρίσκονταν στο διάβα των πιλότων είχαν το μέγεθος μπάλων του τένις!) άγγιξε τα 135 χλμ./ώρα, με τον μεγάλο Murphy, που ήταν γνωστός ως ο «Βασιλιάς των Σανιδοδρομιών» στις ΗΠΑ (θα έδινα τα πάντα για να δω τους μονομάχους να τρέχουν πάνω σε εκείνες τις τρομακτικές ξύλινες οβάλ αρένες της δεκαετίας του 20!) να γράφει ιστορία για την Duesenberg και τον κινητήρα της Miller.
Μέχρι σήμερα λέγεται πως μια αμερικανική ομάδα, με έναν Αμερικανό πιλότο και ένα αμερικάνικο αυτοκίνητο με αμερικάνικο κινητήρα, κέρδισαν τον αγώνα, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Η Duesenberg ανήκε σε δύο αδέλφια με καταγωγή από τη Γερμανία (αυτοδίδακτοι μηχανολόγοι που έφτιαχναν χειροποίητα και πάντα αψεγάδιαστα αγωνιστικά!), με τον Harry Miller, που επινόησε τον κινητήρα, να έχει επίσης γερμανική καταγωγή (τελικά οι Γερμανοί έλαβαν μέρος στον αγώνα). Όσο για τον Murphy, το πείσμα και το ταπεραμέντο του Ιρλανδού μέσα του έκαναν τη μεγάλη διαφορά πριν από 100 χρόνια._Δημήτρης Γιόκκας
Περισσότερα στο βιβλίο μου «Ύμνος στην Ταχύτητα»