Η κούρσα που έφερε τη «σφραγίδα» του διαβόλου

Φανταστείτε μία διαδρομή μαμούθ που δεν περιτριγυριζόταν από ασφάλτινους δρόμους διαφυγής ή από αμμοπαγίδες, αλλά από… κινούμενη άμμο (μεταξύ άλλων αμέτρητων παγίδων) με τα pit-stop να πραγματοποιούνται με τη βοήθεια καμήλων!

«Εκείνο που μπορούμε σήμερα να αποδείξουμε είναι πως ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει ένα αυτοκίνητο σε όποιον προορισμό επιθυμεί. Μήπως θέλει κανείς να ταξιδέψει με αυτόν τον τρόπο από το Πεκίνο στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι;».

Η ιδέα για τον πρώτο αγώνα αυτοκινήτου επί κινεζικού εδάφους γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1907, όταν η γαλλική εφημερίδα Le Matin δημοσίευσε την πιο πάνω προκλητική πρόσκληση.

Μπορεί η Κίνα να φιλοξένησε το πρώτο της Grand Prix για τη Formula 1 μόλις το 2004 (την εποχή που ο «προφήτης» Ecclestone προμηνούσε ότι η Ευρώπη θα καταντούσε σύντομα τριτοκοσμική), ωστόσο, η ξεχασμένη κούρσα «Πεκίνο-Παρίσι» της 10ης Ιουνίου του 1907 αποτελεί κατά τη γνώμη μου έναν κρυμμένο θησαυρό του δικού μας αθλήματος, που αποδεικνύει ότι οι Schumacher, Alonso και Montoya, δεν ήταν οι πρώτοι που μάγεψαν με τις θορυβώδεις βολίδες τους τη χώρα του 1.4 δις. 

Μόλις πέντε ομάδες αποδέχτηκαν τελικά την πιο πάνω πρόσκληση της Le Matin (που έπαψε την κυκλοφορία της το 1944 μετά το θάνατο του φιλοχιτλερικού μεγαλομετόχου της) με το ιταλικό εργοστάσιο της Itala (που κέρδισε ένα χρόνο πριν από την εν λόγω κούρσα το πρώτο Targa Florio) και το ολλανδικό της Spyker (που θα αγωνιζόταν στη Formula 1 εκατόν χρόνια μετά!) να κλέβουν τις εντυπώσεις. Τα γαλλικά εργοστάσια της Contal (τρίκυκλο όχημα) και της De Dion (που έλαβε μέρος στον αγώνα με δύο ομάδες, προλαβαίνοντας κατά έναν αιώνα τις Red Bull και Toro Rosso) συμπλήρωσαν τη λίστα της αφετηρίας.

Πάρα το γεγονός ότι η επιτροπή αγώνος ακύρωσε τη διεξαγωγή της κούρσας, λόγω των φτωχών συμμετοχών, ο αγώνας πραγματοποιήθηκε τελικά, αφού κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει πια τους παθιασμένους συμμετέχοντες.         

Όσο παράξενο και αν ακούγεται στις μέρες μας, την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν καν κανονισμοί για τον αγώνα (η διαδρομή μαμούθ και οι παντελώς αφιλόξενες συνθήκες ήταν αρκετή πρόκληση από μόνες τους), ωστόσο, ορισμένα πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ αφού το πρώτο αυτοκίνητο που θα έφθανε στο Παρίσι θα λάμβανε ως βραβείο ένα μεγάλο μπουκάλι σαμπάνιας Mumm: Τη συγκεκριμένη δηλαδή μάρκα που ψέκαζαν μέχρι πρόσφατα στο βάθρο των νικητών ο Hamilton και οι συνάδελφοί του.    

Οι τολμηροί διαγωνιζόμενοι έπρεπε να καλύψουν μία απόσταση 14.994 χιλιομέτρων (που ισοδυναμεί με 50 σημερινά Grand Prix!) χωρίς καμία απολύτως βοήθεια, διασχίζοντας ερήμους, στέπες, τα απροσπέλαστα βουνά της Μογγολίας, την παγωμένη Σιβηρία, τη Ρωσία, την Πολωνία, τη Γερμανία, το Βέλγιο και τέλος τη Γαλλία, ακολουθώντας ως επί το πλείστον μία διαδρομή η οποία δεν συμπεριλάμβανε σχεδόν καθόλου… δρόμους.

Καμήλες και μουλάρια είχαν επιστρατευτεί για να ρυμουλκούν τα οχήματα στα βραχώδη όρη, αλλά και για να μεταφέρουν καύσιμο και εξαρτήματα στα πληρώματα. Το κάθε όχημα έφερε και έναν δημοσιογράφο ως συνοδηγό (πολύ τυχεροί οι συνάδελφοι του χθες) έτσι ώστε οι τελευταίοι να μπορούν να μεταφέρουν άμεσα τα νέα στις εφημερίδες τους, μέσω τηλεγράφου. Άξιο αναφοράς είναι ότι οι περισσότεροι από τους Κινέζους θεατές δεν είχαν δει ποτέ προηγουμένως ένα αυτοκίνητο, άρα η εμπειρία θα πρέπει να ήταν γι’ αυτούς το λιγότερο συναρπαστική.  

Βροχή, πηχτή λάσπη, χωμάτινα μονοπάτια που ήταν κατάλληλα μόνο για άλογα ή για γαϊδούρια, ανατριχιαστικές γέφυρες που περνούσαν πάνω από ποτάμια και που δεν ήταν κατασκευασμένες για να σηκώσουν οποιοδήποτε όχημα, βαθιές χαράδρες, ακόμη και κινούμενη άμμος (και μετά σου λέει σήμερα είναι επικίνδυνες οι αμμοπαγίδες), ήταν ορισμένα μόνο από τα φρικιαστικά εμπόδια στην κούρσα που έφερε… τη σφραγίδα του διαβόλου.

Προκειμένου να μην χαθούν, οι οδηγοί της εποχής ακολουθούσαν συχνά τις ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής, ενώ τα βράδια κοιμόντουσαν όχι σε πεντάστερα ξενοδοχεία με χαβιάρι και αστακό στο μενού φίλτατε Hamilton, αλλά κάτω από τα αυτοκίνητά τους, ξυπνώντας το επόμενο πρωί με λάδια στο πρόσωπο.    

Μία πυξίδα που λειτουργούσε σωστά ήταν περισσότερο σημαντική από την απόδοση του κινητήρα, προκειμένου να διασχίσει κανείς τα απάτητα μονοπάτια της άγριας φύσης, απαιτώντας έναν καλό εξερευνητή παρά έναν προικισμένο τιμονιέρη ως πλοηγό στη θέση του οδηγού. Αυτή ακριβώς ήταν η ιδιότητα του νικητή του αγώνα, Luigi Marcantonio Francesco Rodolfo Scipione Borghese, εφόσον ο Ιταλός υπήρξε, εκτός από οδηγός αγώνων, βιομήχανος, πολιτικός, ορειβάτης, αλλά και πρίγκιπας (!), ένας ικανότατος εξερευνητής. Ντοκουμέντα της εποχής αποκαλύπτουν πως ο πανύψηλος οδηγός ήταν λιγομίλητος και ψυχρός (λες να ήταν μακρινός συγγενής του Kimi Raikkonen;) απόλυτα ήρεμος και μετρημένος πίσω από το τιμόνι, κόντρα στο κλασσικό ιταλικό ταμπεραμέντο, που προσωποποίησαν αργότερα θρύλοι της πίστας όπως οι Bordino και Nuvolari.

Ο Luigi Barzini, δημοσιογράφος της εποχής και αργότερα φανατικός οπαδός της φασιστικής προπαγάνδας του Μουσολίνι, είχε αναλάβει καθήκοντα συνοδηγού, ενώ λέγεται ότι ο Ettore Guizardi, που υπήρξε σοφέρ του πρίγκιπα (ο αφανής ήρωας της ιστορίας κατά την άποψή μου) ξόδεψε την περισσότερη ώρα πίσω από το τιμόνι, ξαλαφρώνοντας τον γαλαζοαίματο αρχηγό του πληρώματος.  

Η Itala των νικητών έφερε έναν 7λιτρο κινητήρα των 40 ίππων και οι μηχανικοί της είχαν ξεφορτωθεί κάθε περιττό βάρος (όπως συνηθίζεται σήμερα με τις σύγχρονες βολίδες της F1) προκειμένου να δώσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο πλεονέκτημα στο πλήρωμά τους. Στα μισά περίπου του αγώνα το όχημα έπεσε μέσα σε μία ξύλινη γέφυρα, ενώ χρειάστηκε επίσης να αντικατασταθεί η σπασμένη στεφάνη του τιμονιού του με μία ξύλινη, που έφτιαξε ένας ντόπιος σιδεράς. Απ’ εκεί και πέρα δεν υπήρξαν σοβαρές ανησυχίες για το νικηφόρο πλήρωμα, με την μεγάλη απόσταση που άνοιξαν από τον ανταγωνισμό να επιτρέπει μάλιστα στον πρίγκιπα Borghese να λοξοδρομήσει μέχρι την Αγία Πετρούπολη, δίνοντας το παρών του σε ένα… πάρτι με άφθονο πιοτό, γεγονός που ενισχύει τη θεωρεία για τη μακρινή συγγένειά του με τον Kimi...    

  

Το αυτοκίνητο της Spyker κατάφερε να τερματίσει στη δεύτερη θέση, με τον άγνωστο οδηγό Charles Goddard (που έβγαλε άδεια οδήγησης λίγο πριν από την κούρσα!) να δανείζεται το όχημα για τον αγώνα από το ολλανδικό εργοστάσιο, όντας άφραγκος που ήταν. Λέγεται μάλιστα πως ο ίδιος ξεπλήρωσε τα ναύλα του για το θαλάσσιο ταξίδι μέχρι την Κίνα παίζοντας πιάνο για τους εκλεκτούς καλεσμένους της πρώτης θέσης του καραβιού. Ο άμοιρος οδηγός συνελήφθη προς το τέλος της κούρσας με κατηγορίες καταδολίευσης.

Τέλος, να αναφέρουμε ότι ο αφέτης του αγώνα επέστρεψε από το Πεκίνο στο Παρίσι με το πλοίο, φτάνοντας εκεί πριν από τον νικητή του αγώνα, που τερμάτισε στις 10 Αυγούστου, δύο ακριβώς μήνες μετά την έναρξη της κούρσας. Η χρονική απόσταση που χώρισε τον πρίγκιπα Borghese από τον δεύτερο Goddard ήταν… τρεις βδομάδες, ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι 97 χρόνια αργότερα ο Rubens Barrichello κέρδισε το πρώτο Grand Prix της Κίνας από τον Jenson Button, με διαφορά ενός μόλις δευτερολέπτου._Δημήτρης Γιόκκας  

Περισσότερα στο βιβλίο μου «Ύμνος στην Ταχύτητα».