Formula 1: Σπίθες νοσταλγίας από το Grand Prix της Πορτογαλίας
Η Formula 1 ετοιμάζεται για τον τρίτο γύρο του παγκοσμίου πρωταθλήματος, που διεξάγεται την ερχόμενη Κυριακή στην όμορφη πίστα του Portimao. Προτού πατήσουμε όμως γκάζι, ας γυρίσουμε λίγο πίσω το ρολόι.
Οι πίστες της Formula 1 είχαν πάντοτε απαγορευτικά όρια.
Στο πρώτο Grand Prix της Πορτογαλίας, το μακρινό 1958, που διεξήχθη στην υπέροχη και εξαιρετικά επικίνδυνη πίστα του Oporto, η οποία διέσχιζε τους στενούς και άκρως ολισθηρούς πλακόστρωτους δρόμους της ομώνυμης πόλης, οι πιλότοι της εποχής (Moss, Behra, Lewis-Evans κ.α.) έπρεπε, όπως οι σημερινοί διάδοχοί τους, να προσέχουν κάποιες γραμμές στον δρόμο. Όχι τις λευκές γραμμές που καθορίζουν τα σύνορα στις πίστες της εποχής μας, αλλά τις γραμμές των τραμ οι οποίες μπορούσαν να τους ρίξουν χωρίς οίκτο πάνω στον τοίχο.
Ό,τι κι αν συμβαίνει πρέπει πάντα να βλέπουμε τη ζωή μας από τη θετική πλευρά. Παρόλο που ο Covid-19 έχει επηρεάσει τη ζωή όλων μας, οι οπαδοί της Formula 1 έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται ευτυχισμένοι φέτος, όχι μόνο γιατί έχουμε (επιτέλους!) μια μάχη για τον τίτλο, αλλά γιατί το καλεντάρι περιλαμβάνει -για δεύτερη σερί χρονιά- πίστες όπως η Imola και το Portimao, που δεν θα είχαν θέση σ’ αυτό αν η ζωή μας συνέχιζε κανονικά.
Παρόλο που η πορτογαλική πίστα διαθέτει (όπως η Imola) αμφιθεατρικό χαρακτήρα, με όμορφες ανωφέρειες και κατωφέρειες όπως είδαμε στην παρθενική κούρσα του 2020, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια πίστα της παλιάς σχολής, λόγω του… γενναιόδωρου φάρδους του δρόμου της.
Η προηγούμενη πίστα που φιλοξένησε το Grand Prix της Πορτογαλίας πριν από πέρυσι, ήταν αυτή του Estoril, το 1996, και παρόλο που δεν υπήρξε ποτέ μια κλασσική αρένα της ταχύτητας (όπως το Spa, το Osterreichring, το Kyalami, η γνήσια Zandvoort και η Suzuka), ο χαρακτήρας και ο δρόμος της (στενότερος από το pit-lane του Portimao) πρόσφεραν πάντοτε τη συνταγή για έναν αξιομνημόνευτο αγώνα.
Εκεί ήταν το 1984, την πρώτη φορά που η πίστα φιλοξένησε αγώνα της Formula 1, που ο ηρωικός Niki Lauda κατάφερε να σκαρφαλώσει αθόρυβα από την 11η θέση που προκρίθηκε στη δεύτερη, φτάνοντας τον… άφταστο ομόσταβλό του στη McLaren, Alain Prost, με τον «παραμορφωμένο γερόλυκο» να έχει στα χείλη ένα πλατύτερο χαμόγελο από τον «καθηγητή της ταχύτητας» σαν οι δυο τους στάθηκαν στο βάθρο, αφού ο μισός βαθμός με τον οποίο ξεπέρασε τον Γάλλο ο Αυστριακός, χάρισε στον ίδιο τον τρίτο (και πιο οριακό στην ιστορία) τίτλο της ένδοξης καριέρας του.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1985, γίναμε μάρτυρες της πρώτης νίκης στην καριέρα ενός νεοφερμένου με το όνομα Ayrton Senna, ο οποίος κέρδισε την κούρσα στην καταρρακτώδη βροχή με τη μαύρη Lotus του, σε συνθήκες που… εάν η πίστα ήταν λίμνη και τα μονοθέσια ταχύπλοα σκάφη, ο αλυτάρχης του αγώνα θα έκανε σήμερα σκέψεις να τον ακυρώσει, μπας και πνιγεί κανείς.
Ο Senna κατάφερε να δαμάσει 1000 ίππους στην καταιγίδα, χωρίς ηλεκτρονικά βοηθήματα, σε έναν αγώνα που σήμερα δεν θα ξεκινούσε ούτε με την παρέμβαση 1000 Safety Cars. Τόσο πολύ έχει αλλάξει από «μυθολογικής» άποψης το πρόσωπο της Formula 1.
Με τη σειρά του, ο μεγάλος Michael Schumacher κέρδισε την κούρσα του 1993 στην πίστα του Estoril, έχοντας ξεκινήσει με την κίτρινη Benetton του από την 6η θέση, οδηγώντας στη νίκη το πρώτο -και τελευταίο- στην ιστορία μονοθέσιο της Formula 1 το οποίο ήταν εξοπλισμένο με ένα σύστημα διεύθυνσης και των 4 τροχών.
Εκείνο που παραμένει μέχρι σήμερα έντονα αποτυπωμένο στο μυαλό μου από τον συγκεκριμένο αγώνα είναι η εκκίνηση του Jean Alesi. Ξεκινώντας 5ος με τη Ferrari του, ο θερμόαιμος Γαλλοσικελός άσος εκσφενδονίστηκε σαν καταπέλτης στην πρώτη θέση, προσπερνώντας τη McLaren του Hakkinen από την εξωτερική πλευρά της πρώτης -και απελπιστικά στενής- στροφής της πίστας, στα 200+ χλμ./ώρα. Η λεπτομέρεια που πρέπει να γνωρίζει κανείς και που κάνει τη μανούβρα αυτή τόσο ξεχωριστή και συνάμα συγκλονιστική, είναι πως η συγκεκριμένη στροφή δεν έφερε ούτε χιλιοστό δρόμου διαφυγής στο εξωτερικό της (!) αφού την αγκάλιαζε ένας θανάσιμα επικίνδυνος τοίχος. Κι όλα αυτά με τον V12 να τραντάζει το μονοθέσιο και τον πιλότο να παλεύει να περάσει την «κλωστή από τη βελόνα». Ήταν η πιο παράτολμη εκκίνηση που έχω δει ποτέ στη Formula 1.
Σήμερα, τέτοιου είδους μανούβρες αποτελούν σπάνιο θέαμα μιας και οι πιλότοι δεν ενθαρρύνονται να ρισκάρουν σε τόσο μεγάλο βαθμό στην εκκίνηση, περιμένοντας υπομονετικά τον τρίτο γύρο της κούρσας και την άδεια για ασφαλέστερη προσπέραση με το θαύμα της εποχής μας που ονομάζεται DRS. (σ.σ. Ο Alesi αγωνίστηκε τις προάλλες με τη Ferrari του Niki Lauda στον αγώνα ιστορικών αυτοκινήτων του Monte Carlo, προσφέροντας και πάλι όλο το θέαμα, ξεσηκώνοντας το πλήθος και δίνοντας όλη του τη ψυχή στα 56 του χρόνια, προτού εξαργυρώσει για άλλη μια φορά -όπως το ήθελε μια ζωή η ζηλότυπη μοίρα του- ένα μεγάλο τίποτα.)
Είχα την τύχη να περιγράψω ως σχολιαστής στο ΡΙΚ τα δύο τελευταία Grand Prix της Πορτογαλίας που έγιναν στην πίστα του Estoril, το 1995 και 1996, αγώνες τους οποίους κέρδισαν ο David Coulthard (πρώτη νίκη της καριέρας του) και ο Jacques Villeneuve, με τους δύο να οδηγούν για την ομάδα του Frank Williams, η οποία αποτελούσε τότε (νιώθω κυριευμένος από ένα αίσθημα νοσταλγίας και συνάμα θλίψης και μόνο που το αναφέρω) άτρωτη υπερδύναμη της Formula 1.
Χαραγμένη στη μνήμη όλων μας παραμένει η απίστευτη μανούβρα προσπέρασης του Villeneuve πάνω στη Ferrari του Schumacher, από την εξωτερική πλευρά της τελευταίας στροφής της πίστας, μιας παρατεταμένης καμπής των 180 μοιρών, με τον Γαλλοκαναδό άσο που οδηγούσε -ομολογουμένως- ένα τεχνολογικά ανώτερο μονοθέσιο, να αφήνει άφωνη τη Formula 1, η οποία πίστευε μέχρι εκείνη τη στιγμή πως… δεν γίνονται προσπεράσματα από την εξωτερική τέτοιων στροφών.
Ερχόμενος από τις οβάλ αρένες των Indycars, ως πρωταθλητής, ο Villeneuve ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες ριψοκίνδυνες προσπεράσεις και χρόνια αργότερα δήλωσε κάτι που έφερε στο μυαλό μου τον πατέρα του (το προσωπικό μου ίνδαλμα Gilles Villeneuve) λέγοντας ότι εκείνο που τον εξίταρε όσο τίποτε άλλο στη Formula 1, ήταν να δοκιμάζει πράγματα τα οποία κανείς άλλος δεν τολμούσε.
Χρόνια αργότερα, όταν είχα προσωπικά την ευκαιρία να οδηγήσω ένα Nissan GT-R στην πίστα του Estoril, ένοιωσα το πνεύμα του Senna να με καθοδηγεί πάνω στην κάθε στροφή, αλλά σαν έφτασα σε εκείνη την τελευταία καμπή των 180 μοιρών, στη σκέψη μου ήρθε μονομιάς ο Jacques Villeneuve και η μανούβρα «αυτοκτονίας» του. Η πίστα είναι τόσο στενή σε εκείνο το σημείο που, ταξιδεύοντας με 140 χλμ./ώρα με την GT-R, έβαλα όλη μου την τέχνη για να κρατηθώ και μόνο πάνω στο δρόμο, πόσο μάλλον να φανταστώ ότι θα μπορούσα να προσπεράσω κάποιον εκεί από την εξωτερική της πλευρά, στα 240 χλμ./ώρα!
Άλλοι ήρωες, άλλες εποχές…