Formula 1: Οδηγοί ή Πιλότοι;

Υπήρχαν εποχές που κάθε αγώνας της Formula 1 είχε την αίγλη και τη λάμψη ενός τελικού του Μουντιάλ, τον οποίο κανείς δεν μπορούσε με τίποτα να χάσει. Τι άλλαξε έκτοτε; Πάρα πολλά. Ας πάρουμε απλώς το θέμα του συμβολισμού του ανθρώπου που κάθετε πίσω από το τιμόνι.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, όταν ξεκινήσαμε δειλά-δειλά να χρησιμοποιούμε τη λέξη «πιλότος» αντί «οδηγός» στις τηλεοπτικές μας περιγραφές κατά τις ζωντανές μεταδώσεις των αγώνων της Formula 1 στο ΡΙΚ, το τηλεφωνικό κέντρο του σταθμού δεχόταν κλήσεις διαμαρτυρίας από τηλεθεατές οι οποίοι θεωρούσαν υπερβολικό τον χαρακτηρισμό που δίναμε.

Όλα ξεκίνησαν από ένα μικρό νησί σαν το δικό μας...

Θα έλεγε κανείς πως οι ομοιότητες της Κύπρου με τη Σικελία είναι πολλές, ωστόσο, όταν μιλάμε για αγώνες αυτοκινήτου και την κουλτούρα που έχει καλλιεργηθεί γύρω τους, υπάρχει μεταξύ μας ένα χάσμα. Η λέξη «pilota», που αντικατέστησε το κοινό «οδηγός», υιοθετήθηκε περισσότερο από έναν αιώνα πριν, από τους κατοίκους του «νησιού των Κυκλώπων» οι οποίοι, μεταξύ 1906 και 1977, έβλεπαν τις πιο γρήγορες βολίδες στον κόσμο (με τους πιο παράτολμους ήρωες πίσω από το τιμόνι τους) να περνούν ίντσες -κυριολεκτικά- από τα κατώφλια των σπιτιών τους, σείοντάς τα συθέμελα, καθώς πάλευαν για τη νίκη στην ξακουστή κούρσα του Targa Florio.

Οι τελικές ταχύτητες μιας Itala, όπως αυτής που κέρδισε την πρώτη κούρσα του 1906, με τον παλικαρά Alessandro Cagno πίσω από το τιμόνι της, πλησίαζαν τα 170 χλμ./ώρα, ξεπερνώντας ακόμη και τα πιο γρήγορα τρένα της εποχής. Η ανθρωπότητα δεν είχε ζήσει ποτέ κάτι όμοιο. Εάν σκεφτεί κανείς πως την κούρσα του Targa Florio παρακολουθούσαν και μικρά παιδιά, είναι εύκολο να καταλάβει πως οι οδηγοί αυτοί θα πρέπει να έμοιαζαν στα δικά τους αθώα μάτια με σωστοί Κύκλωπες.

Τα μονοθέσια της Formula 1 ήταν, ανέκαθεν, τρομακτικά γρήγορες και επικίνδυνες μηχανές στα μάτια των θεατών, αλλά στη σύγχρονη τους, υβριδική και αθόρυβη εκδοχή, οφείλω να ομολογήσω ότι δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να ταυτίσω τους ανθρώπους που τα οδηγούν με «πιλότους».

Όχι γιατί οι κύριοι Hamilton, Verstappen κ.λπ. είναι λιγότερο χαρισματικοί από τις προηγούμενες γενιές πιλότων (οι ταχύτητες που αναπτύσσουν και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός είναι ίσως μεγαλύτερος από ποτέ) αλλά γιατί τα μονοθέσια που οδηγούν, με τις μυριάδες ομολογουμένως κουμπιά που υπάρχουν πάνω στο διαστημικό βολάν τους, δεν μοιάζουν, δεν συμπεριφέρονται και δεν ακούγονται με κάτι το οποίο σου προκαλεί σοκ.

Παρόλο που ο μέσος θνητός δεν θα μπορούσε με τίποτα να τις κοντρολάρει, εντούτοις, για επίπεδο Formula 1, η αναλογία δύναμης-κρατήματος που έχουν οι σημερινές βολίδες γέρνει απελπιστικά προς την πλευρά του τελευταίου.

Ο πιλότος δεν παλεύει πια με το μονοθέσιο του αλλά το οδηγεί. Στην κόψη του ξυραφιού ναι, όπως πάντοτε, αλλά χωρίς να κάνει μια γιγάντια πάλη μαζί του. Πάλη την οποία κάποτε έδινε όχι απλώς για να το κρατήσει υπό τον έλεγχό του αλλά για να κρατηθεί και ο ίδιος στη ζωή. Ο Mario Andretti, παγκόσμιος πρωταθλητής του 1978, δήλωσε κάποτε: «Εάν αισθάνεσαι ότι έχεις τα πάντα υπό έλεγχο πίσω από το τιμόνι, τότε πάει να πει πως δεν κίνησε αρκετά γρήγορα».

Το πρόβλημα με τη σημερινή Formula 1 είναι πως δίνει την ψευδαίσθηση στον κοινό θνητό ότι θα μπορούσε και ο ίδιος να οδηγήσει ένα από τα μονοθέσια της και αυτό από μόνο του αποτελεί θέμα για το... θέμα μας.

Τη δεκαετία του ´90, την εποχή των Schumacher και Hakkinen, οι πιλότοι έπρεπε να κουμαντάρουν όλες εκείνες τις εκατοντάδες αχαλιναγώγητων ίππων, εντός πολύ στενότερων πλαισίων πίστας, και ταυτόχρονα να παλέψουν με απάνθρωπους κραδασμούς στο πιλοτήριο, που τους έφερναν στα όρια της σωματικής και της πνευματικής εξάντλησης. Ήταν όντως πιλότοι.

Τη δεκαετία του 80, την εποχή του Senna και του Prost, οι πιλότοι έπρεπε να κοντρολάρουν 1200-1500 ίππους, χωρίς ηλεκτρονικά βοηθήματα, με το 50% της κολοσσιαίας αυτής ισχύος να έρχεται με το πάτημα των 2/3 του πεταλιού γκαζιού και το υπόλοιπο 50% (750 ίπποι) να έρχεται εντελώς απροειδοποίητα -με την ίδια σχεδόν ταχύτητα που ανάβει το φως- κάνοντας τους πίσω τροχούς του μονοθέσιου να στριφογυρίζουν ανεξέλεγκτοι ακόμη και με την 5η σχέση!

Τη δεκαετία του 70, την εποχή του Lauda και του Fittipaldi, οι πιλότοι οδηγούσαν βολίδες με πρωτόγονα (και επικίνδυνα εύθραυστα) φτερά, σε πίστες με αβίδωτες μπαριέρες, έχοντας τρία πετάλια και ένα  χειροκίνητο μοχλό ταχυτήτων στο δικό τους πιλοτήριο, που δεν περικυκλωνόταν από ανθρακονήματα. Η όψη και η λαλιά των βολίδων αυτών εξίταρε τα πλήθη, που αποθέωναν τους υπεράνθρωπους που τις κοντρόλαραν.

Τη δεκαετία του 60, την εποχή του Clark και του Rindt, δεν υπήρχαν ούτε καν πτερύγια στα μονοθέσια ή μπαριέρες στις πίστες, και το μόνο που μπορούσε να σταματήσει τους πιλότους από το να χτυπήσουν στα δέντρα ή να πέσουν στους γκρεμούς της παλιάς πίστας του Nurburgring, ο κυματιστός δρόμος της οποίας εκτόξευε συχνά τις βολίδες τους ψηλά στον αέρα (πιλότοι όνομα και πράμα) ήταν τα ταχυδακτυλουργικά τους χέρια και η αριστουργηματική χορογραφία τους στα πετάλια γκαζιού, φρένου και συμπλέκτη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 50, την εποχή του Ascari και του Fangio, δεν υπήρχαν ούτε κράνη ούτε ζώνες ασφαλείας στα πιλοτήρια, από τα εξωτερικά τοιχώματα των οποίων περνούσαν οι πυρακτωμένες εξατμίσεις του κινητήρα, ψήνοντας τα γυμνά μπράτσα των πιλότων με τις κοντομάνικες μπλούζες οδήγησης. Η δε αναλογία βάρους-δύναμης που είχαν τα μονοθέσια αυτά, κάνει ακόμη και τη σημερινή Bugatti Veyron να μοιάζει συγκριτικά νωθρή.

Πιλότοι, λοιπόν, και όχι οδηγοί που πρέπει να προσέχουν μπας και διασταυρώσουν καμιά λευκή γραμμή. Α ρε Bernie, που είσαι τώρα να φέρεις τις χαλικοπαγίδες και τα ατμοσφαιρικά θεριά πίσω. Hamilton, Verstappen και Σία, αξίζουν να τους αποκαλούμε και πάλι πιλότους._Δημήτρης Γιόκκας