Lamborghini Espada – Το 4θέσιο αριστούργημα του Marcello Gandini
To αριστουργηματικό τετραθέσιο coupe της Lamborghini που δημιούργησε ο Marcello Gandini, ο οποίος έφυγε πριν από λίγες ημέρες από κοντά μας, σταδιοδρόμησε για δέκα χρόνια στην αγορά και έγινε ένα από τα πιο επιτυχημένα μοντέλα της ιστορίας της.
Η Espada σχεδιάστηκε από τον κορυφαίο στιλίστα Marcello Gandini, την εποχή που εκείνος εκπροσωπούσε με τη δουλειά του το γραφείο Bertone. Το όνομά της έχει ισπανική προέλευση, όπως άλλωστε και τα περισσότερα από τα μοντέλα της ιταλικής εταιρείας («espada» σημαίνει σπαθί στη γλώσσα των Ιβήρων και, για την ακρίβεια, πρόκειται για το ξίφος που χρησιμοποιεί ο ταυρομάχος για να αντιμετωπίσει στην αρένα το περήφανο ζώο). Το 4θέσιο coupe με το αυτοφερόμενο ατσάλινο πλαίσιο άντλησε την έμπνευσή του από το concept Jaguar Pirana, έργο του Gandini και αυτό, από το σωτήριο έτος 1966. Το μοντέλο έμεινε στη γκάμα των «ταύρων» του Feruccio για δέκα ολόκληρα χρόνια, από το 1968 μέχρι το 1978. Στο διάστημα αυτό, κατασκευάστηκε σε τρεις σειρές, αριθμώντας συνολικά 1.227 μονάδες παραγωγής. Κάθε σειρά διέφερε από την προηγούμενή της στον εσωτερικό σχεδιασμό, με τις παρεμβάσεις στην εξωτερική της εμφάνιση να παραμένουν ελάχιστες. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, που προσπεράστηκε από την Countach, ήταν το πιο επιτυχημένο σε πωλήσεις μοντέλο της Lamborghini.
Series I (1968-1970)
Η πρώτη σειρά της Espada παρουσιάστηκε στο κοινό της Αυτοκίνησης στη Διεθνή Έκθεση της Γενεύης, στις αρχές Μαρτίου του 1968. Ο αρχικός σχεδιασμός του ταμπλό της, που χαρακτηριζόταν από οκταγωνικά σχήματα, ήταν επηρρεασμένος από το πρωτότυπο της Marzal. Oι τροχοί της, κατασκευασμένοι από ελαφρά κράματα, ήταν της Campagnolo και το σχέδιό τους ήταν ίδιο με της Miura. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του αυτοκινήτου ήταν τα φωτιστικά του σώματα, που προέρχονταν από την πρώτη σειρά παραγωγής του Fiat 124 Sport Coupe. Οι αναρτήσεις του ήταν ανεξάρτητες, με διπλά ψαλίδια, ελικοειδή ελατήρια και υδραυλικά αμορτισέρ. Η πρώτη σειρά του τετραθέσιου coupe της Lamborghini ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1969, αριθμώντας συνολικά 186 μονάδες παραγωγής.
Series II (1970–1972)
Η δεύτερη σειρά του «σπαθιού του ταυρομάχου» παρουσιάστηκε το 1970, στη Διεθνή Έκθεση Αυτοκινήτου των Βρυξελλών. Η μόνη εξωτερική αλλαγή στο αυτοκίνητο αφορούσε στη μάσκα που κάλυπτε την γυάλινη επιφάνεια του πίσω μέρους, που εκτεινόταν κάτω από το πίσω παρμπρίζ και πάνω από τον πίσω προφυλακτήρα, σχεδιαστικός ιδιωματισμός που διατηρήθηκε και στην μεταγενέστερη Khamsin. Στο εσωτερικό οι αλλαγές ήταν πιο ριζοσπαστικές, με νέο ταμπλό και πίνακα οργάνων σε πιο συμβατικό, ορθογώνιο σχήμα. Οι δείκτες των οργάνων είχαν στρογγυλό σχήμα και μια επένδυση από ξύλο εκτεινόταν σε όλο το πλάτος του ταμπλό. Ο κινητήρας, με υψηλότερη σχέση συμπίεσης (10.7:1) απέδιδε 24 ίππους περισσότερους από τους 321 της πρώτης σειράς. Τέλος, τα φρένα είχαν αναβαθιστεί, με αεριζόμενους δίσκους της Girling. H συνολική παραγωγή της δεύτερης σειράς της Espada, που ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1971, αρίθμησε 575 μονάδες.
Series III (1972–1978)
Η τρίτη σειρά της Espada παρουσιάστηκε το 1972, με περιορισμένες και πάλι εξωτερικές αλλαγές. Οι σημαντικότερες από αυτές είχαν να κάνουν με τα φωτιστικά σώματα, που προέρχονταν πλέον από την Alfa Romeo 2000 και όχι από το Fiat 124 Sport Coupe, ενώ υπήρχαν και διαφορετικής σχεδίασης ζάντες που καθιστούσαν τη Series III άμεσα αναγνωρίσιμη. Με την ευκαιρία αυτής της ανανέωσης το ταμπλό του αυτοκινήτου απέκτησε και στοιχεία αλουμινίου, με όλα τα όργανα να παραμένουν σε κοντινή απόσταση από τον οδηγό. Από το 1974 η Espada ήταν διαθέσιμη και με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων της Borg Warner. Τον επόμενο χρόνο το ιταλικό μοντέλο αναγκάστηκε να εναρμονιστεί με τους νέους κανονισμούς οδικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, προκειμένου να συνεχίσει να πωλείται στην μεγαλύτερη αγορά του κόσμου. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των αλλαγών αυτών ήταν οι μεγάλοι (και συνήθως αντιαισθητικοί) προφυλακτήρες. Πολλοί θεωρούν πως το μοντέλο που υιοθέτησε τις αλλαγές αυτές θα έπρεπε να λογίζεται ως η τέταρτη σειρά της Espada, όμως η Lamborghini δε συμφώνησε ποτέ με αυτή τη λογική. Η τρίτη σειρά αποχώρησε από την ενεργό δράση το 1978, αριθμώντας συνολικά 466 μονάδες παραγωγής.
Απόηχος
Τη χρονιά που η Espada αποσύρθηκε ο Pietro Frua παρουσίασε στην Έκθεση του Τορίνο ένα μοναδικό τετραθέσιο sedan βασισμένο σε εκείνη, με μακρύτερο σε μήκος μεταξόνιο κατά 18 εκατοστά. Το Faena, όπως ονομάστηκε, αγοράστηκε αργότερα από Ελβετό συλλέκτη. Το 1999 κυκλοφόρησαν φήμες πως μια νέα Espada ετοιμάζεται, όμως τελικά αποδείχθηκε πως η ιταλική εταιρεία είχε αφοσιωθεί πλήρως στην εξέλιξη ενός διαδόχου της Diablo. To 2006 μια ιστοσελίδα έγραψε πως η Lamborghini θα παρουσιάσει το «ξίφος του ταυρομάχου» ξανά το 2009, ωστόσο και εκείνη διαψεύστηκε, αφού το μόνο που προέκυψε ήταν το 4θέσιο concept Estoque στην Έκθεση των Παρισίων το 2008. Ξίφος ακόμη δεν έχουμε κι ίσως καλύτερα, αν θεωρήσουμε πως το γνωμικό που λέει «ζεις μονάχα μια φορά» είναι σωστό.
LAMBORGHINI ESPADA 400 GT S1 (1968)
Αμάξωμα: Coupe 2+2 Kινητήρας: V12 60o Κυβισμός: 3.929 κ.εκ. Διάμετρος x διαδρομή: 82 mm x 62 mm Σχέση συμπίεσης: 9.5:1 Καρμπιρατέρ: 6 Weber 40 IDA 3C Ισχύς: 321 ίπποι στις 6.500 σ.α.λ. Ροπή: 374 Νm στις 4.500 σ.α.λ. Μετάδοση κίνησης: στους πίσω τροχούς Κιβώτιο ταχυτήτων: χειροκίνητο 5 σχέσεων Ανώτατη ταχύτητα: 245 χλμ/ώρα 0-100 χλμ./ώρα: 6,5 δλ. Μήκος: 4.738 χλστ. Πλάτος: 1.860 χλστ. Ύψος: 1.185 χλστ. Μεταξόνιο: 2.650 χλστ. Μετατρόχιο εμπρός: 1.490 χλστ. Μετατρόχιο πίσω: 1.490 χλστ. Χωρητικότητα ρεζερβουάρ: 93 λίτρα Αναλογία βάρους εμπρός-πίσω: 52/48 Απόσταση από το έδαφος: 127 χλστ. Ελαστικά: 205 VR 15 Pirelli Cinturato HS Βάρος: 1.510 κιλά Περίοδος παραγωγής: Mάρτιος 1968-Νοέμβριος 1969 Μονάδες παραγωγής: 186