Unimog – 75 χρόνια για το «πολυεργαλείο» της τετρακίνησης
Το τετρακίνητο πολυχρηστικό, που αρχικά κατασκευάστηκε για να κάνει πιο εύκολη τη ζωή των αγροτών, έφτασε πλέον τα 75 χρόνια επιτυχημένης δράσης σε κάθε έδαφος και περιβάλλον...
Οι επισκέπτες της αγροτικής έκθεσης της Φρανκφούρτης του 1948 ήταν εκείνοι που είδαν για πρώτη φορά από κοντά το «μηχανοκίνητο αγροτικό μηχάνημα πολλών χρήσεων», που έμελλε τις επόμενες δεκαετίες να γίνει διάσημο με το όνομα Unimog (συντόμευση των λέξεων Universal Motor Gerat). Tο όχημα αυτό έμοιαζε με αυτοκίνητο, αλλά συνδυάζοντας επιτυχημένα την συγκεκριμένη ιδιότητα με εκείνες του μηχανήματος και του γεωργικού ελκυστήρα, αποτελούσε στην ουσία μια εντελώς νέα εφεύρεση για την εποχή του.
Το Unimog «γεννήθηκε» κυριολεκτικά μέσα στα ερείπια της καταρρέουσας Γερμανίας το 1945, χάρις στην εφευρετικότητα δύο ανθρώπων, του σχεδιαστή αεροπορικών κινητήρων Άλμπερτ Φρίντριχ και του συναδέλφου στη Daimler-Benz Χάινριχ Ρόσλερ. To πρωτότυπο όχημα διέθετε κίνηση σε όλους τους τροχούς, γρανάζια υποπολλαπλασιασμού στα άκρα των αξόνων και διαφορικά με δυνατότητα κλειδώματος, ενώ επάνω του προσαρμόζονταν αγροτικά εργαλεία, στο εμπρός και πίσω μέρος. Επίσης, διέθετε χώρο φόρτωσης και μπορούσε να κινηθεί με ταχύτητα ως και 50 χιλιόμετρα την ώρα.
Οι δημιουργοί του στηρίχθηκαν αρχικά στην οικονομική υποστήριξη της «Erhard Soehne», ξεκινώντας τις πρώτες δοκιμές τους τον Οκτώβριο του 1946, εφοδιάζοντας το αυτοκίνητο με τον κινητήρα βενζίνης «Μ136» των 1.7 λίτρων του επιβατικού Mercedes 170V, που συνδυαζόταν με κιβώτιο ταχυτήτων τεσσάρων σχέσεων της ZF. Τότε του δόθηκε το όνομα, με το οποίο σταδιοδρομεί ως και σήμερα. Σύντομα εκείνο το μηχανικό σύνολο αντικαταστάθηκε με τον diesel κινητήρα «ΟΜ 636» της Mercedes, ίδιας χωρητικότητας σε κυβικά εκατοστά, που απέδιδε 25 ίππους. Το Unimog βρισκόταν πια στα πρόθυρα της παραγωγής του, όμως η «Erhard Soehne» δεν είχε τη δύναμη να την αναλάβει. Έπρεπε λοιπόν, μια άλλη λύση να βρεθεί…
Βρισκόμαστε στο 1947 κι ένα νέο κεφάλαιο ξεκίνησε για το πολυχρηστικό τετρακίνητο, αφού τη διαδικασία παραγωγής του ανέλαβε η βιομηχανία εργαλειομηχανών «Boehringer». Η συγκεκριμένη εταιρεία δεν είχε ποτέ στο παρελθόν της ασχοληθεί με την οργάνωση και ανάπτυξη δικτύου πωλήσεων για ένα τέτοιου είδους προϊόν, ωστόσο τον Αύγουστο του 1948 η παραγωγή του Unimog άρχισε πλέον επίσημα. Την ήδη περίπλοκη για την Boehringer κατάσταση δυσκόλεψε η ζήτηση του αυτοκινήτου από διάφορες κρατικές υπηρεσίες, καθώς και οι κατασκευαστές των ειδικών εξαρτημάτων για κάθε χρήση, που μπορούσαν να αναπτυχθούν σε αυτό. Ως το καλοκαίρι του 1950 μόνο 600 οχήματα είχαν κατασκευαστεί, αφού η βιομηχανία εργαλειομηχανών δεν κατάφερνε να ανταποκριθεί, όσο κι αν το ήθελε.
Τότε, ήρθε η ώρα της Mercedes: δίκτυο πωλήσεων, δικαιώματα, ερευνητική ομάδα και κάθε είδους ευρεσιτεχνίες εξαγοράστηκαν από αυτή, ενώ η παραγωγή του αυτοκινήτου μεταφέρθηκε στο Γκαγκενάου, εκεί που το «αστέρι» κατασκεύαζε όλα τα φορτηγά του. Τρία χρόνια αργότερα στη μάσκα του Unimog τοποθετήθηκε το έμβλημα της εταιρείας, που αντικατέστησε το αρχικό (ένα κεφάλι βοδιού με κέρατα σχήματος U). H έκδοση με κλειστή οροφή ακολούθησε τον ίδιο χρόνο, δίνοντας στους αγοραστές του τετρακίνητου ακόμη μια επιλογή, αφού μέχρι τότε υπήρχε για την καμπίνα οδήγησης μόνο το υφασμάτινο κάλυμμα.
Το μοναδικό Unimog παραγωγής με βενζινοκινητήρα παρουσιάστηκε το 1955, έχοντας στην κωδική του ονομασία (U404) και το γράμμα «S». Ήταν εφοδιασμένο με το 6κύλινδρο μηχανικό σύνολο της Μercedes 220 κι αρχικά προοριζόταν μόνο για στρατιωτική χρήση, αλλά αργότερα διανεμήθηκε και σε ιδιώτες. Το αυτοκίνητο αποδείχθηκε εξαιρετικά μακρόβιο, αφού διατηρήθηκε στην παραγωγή ως το 1980 κι είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό από όλα, στο ευρύ κοινό. Στη διάρκεια του χρόνου, όσο οι απαιτήσεις αυξάνονταν, γινόταν φανερό ότι η γκάμα έπρεπε να ενισχυθεί και με «πολιτικές» εκδόσεις. Αυτό έγινε το 1963, με την εμφάνιση του 406 που ήταν κατασκευασμένο με μακρύτερο μεταξόνιο, καθώς και με τη συνοδεία νέων πετρελαιοκινητήρων.
Τρία χρόνια αργότερα ένας μεγάλης έκτασης εμπλουτισμός έδωσε στους αγοραστές του πολυχρηστικού τετρακίνητου ακόμη περισσότερες επιλογές, αφού μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ του μικρού (U34), του ελαφρού 421/423 (U40/U54), του μεσαίου (413), του μεσαίου-βαρέος 406 (U70-U84) και του μεγάλου 416 (U80-U110). Όσο για τους κινητήρες, ακολουθούσαν όπως ήταν φυσικό τους κώδικες αναφοράς της Mercedes, με τον U40 των 2.2 λίτρων να προέρχεται από τα επιβατικά της αυτοκίνητα και τoν U54 των 3.8 λίτρων από τα επαγγελματικά. Το 1966 ήταν χρονιά-ορόσημο για το Unimog και για έναν ακόμη λόγο: οι 100.000 μονάδες παραγωγής του ήταν γεγονός.
Πλησιάζοντας στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους ήταν πια φυσικό για όλους, αν όχι επιβεβλημένο, να βλέπουν μπροστά τους τα Unimogs ακριβώς τη στιγμή που χρειαζόταν: να ανοίγουν το δρόμο μέσα σε πυκνή χιονόπτωση, να κόβουν τη χλόη συντηρώντας δρόμους, να σώζουν αιωνόβια δάση από τη φωτιά, να κάνουν χωματουργικά έργα, να ρυμουλκούν τραίνα και να φέρουν εις πέρας ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου.
Το 1974 η ανανέωση ήρθε μέσω της σειράς 425, με διαφορετικό σχεδιασμό καμπίνας και κινητήρα 120 ίππων. Η σειρά 435, που αντικατέστησε αργότερα την «S», παρουσιάστηκε το 1975 με προορισμό το γερμανικό στρατό. Λίγους μήνες αργότερα τα Unimogs απέκτησαν δισκόφρενα σε όλους τους τροχούς, πρώτα από κάθε άλλο επαγγελματικό όχημα. Το 1977 από το εργοστάσιο του Γκαγκενάου εξήλθε το 200.000ό αυτοκίνητο του είδους, που πλέον είχε αποκτήσει και νέα ονοματολογία. Η περίοδος 1985-1988 έφερε μια ευρύτερη αναβάθμιση με νέα πλαίσια, αμαξώματα, μεταξόνια και κινητήρες, ενώ παράλληλα καθιέρωσε και τις καμπίνες με το γωνιώδες σχήμα για όλα τα μοντέλα. Η ισχυροποίηση του πολυχρηστικού μηχανήματος –αν και πλέον ούτε αυτή η έκφραση μπορεί να το ορίσει- ήρθε φυσιολογικά, σαν σημάδι των καιρών. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 προέκυψε το τριαξονικό U2400, το οποίο απέδιδε 240 ίππους από ένα 6κύλινδρο κινητήρα των έξι λίτρων.
Αν και δεν πρόσθεσε τίποτε στο μύθο του, το Unimog «Funmog» ανακηρύχθηκε «Οffroader of the Year» το 1994. Τη χρονιά αυτή ξεπεράστηκε και το ορόσημο των 300.000 μονάδων παραγωγής. Από το 1992 τα Unimogs είχαν ανανεώσει τα ελαφρά και μεσαία μοντέλα τους, ενώ μεταξύ άλλων απέκτησαν ABS και σύστημα ελέγχου της πίεσης των ελαστικών τους εν κινήσει. Εξίσου σημαντική για την πρακτικότητά τους ήταν η νέου σχεδιασμού καμπίνα, με το ιδιαίτερα επικλινές κάλυμμα του κινητήρα για ακόμα καλύτερη ορατότητα. Το 2000 έφτασε η ώρα της αντικατάστασης για τα μεσαία και βαρέα μοντέλα, με τα νέα U300, U400, U500. Το μικρότερο Unimog είναι το UX100 του 1996, που απευθύνθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στις υπηρεσίες των απανταχού Δήμων, ενώ διέθετε πλέον και το σύστημα «VarioPilot», χάρις στο οποίο η θέση του οδηγού μαζί με τα συμπαρομαρτούντα μπορεί να μετακινείται από την αριστερή στη δεξιά πλευρά της καμπίνας. Πάντα θα υπάρχει μια επιδέξια δουλειά, που μόνο ένα Unimog θα μπορεί τόσο αξιόπιστα να κάνει. Για αυτό, μην ανησυχείτε, θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό ακόμη (φωτογραφίες: Daimler media site)
UNIMOG S 404 (1955) Κινητήρας: 6κύλινδρος σε σειρά «Μ180» Διάμετρος x διαδρομή: 72.8 mm x 80.0 mm Κυβισμός: 2.195 κ.εκ.Ισχύς: 82 ίπποι στις 4.800 σ.α.λ. Ροπή: 15,8 χλγμ. στις 3.200 σ.α.λ. Κιβώτιο ταχυτήτων: χειροκίνητο 6+2 σχέσεων Ανώτατη ταχύτητα: 95 χλμ/ώρα Ελάχιστη ταχύτητα: 1,5 χλμ/ώρα Eλάχιστη απόσταση από έδαφος: 0,40 μ. Μήκος: 4.920 χλστ. Πλάτος: 2.300 χλστ. Ύψος: 2.240 χλστ. Μεταξόνιο: 2.900 χλστ. Μετατρόχιο εμπρός: 1.630 χλστ. Μετατρόχιο πίσω: 1.630 χλστ. Βάρος: 2.600 κιλά.