Όταν η ψυχή υπερβαίνει την ιπποδύναμη

Η έρευνα για τη συγγραφή του εν λόγω άρθρου μου επέτρεψε να κάνω ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, στην εποχή που διοικούσαν το αγώνισμά μας «ιερά τέρατα» της ασφάλτου. Μια συγκλονιστική ιστορία ψυχής και τόλμης, από την πιο ρομαντική περίοδο των αγώνων Grand Prix.

Το εξαιρετικά αδύνατο σώμα του άρρωστου άντρα μόλις που ξεχωρίζει μέσα στα ρούχα τα οποία σκεπάζουν το κρεβάτι του στο μισοσκότεινο δωμάτιό του στην πανέμορφη βίλα της viale Piave, στο Castel D’ario της Mantova. Το κεφάλι του μοιάζει μια σκούρα πινελιά πάνω στο ολόλευκο μαξιλάρι και καθώς γέρνει στα αριστερά, βήχοντας αίμα από το στόμα, ακούει βήματα στην πόρτα.

Η αγαπημένη του γυναίκα, Carolina, οδηγεί στο δωμάτιο έναν παλιό του φίλο τον οποίο έχει πολύ καιρό να δει. Πριν προλάβουν να εισέλθουν, ο άρρωστος άντρας σκουπίζει βιαστικά τα χείλη και ανασηκώνεται ελαφρώς στο κρεβάτι του. Ένα αίσθημα χαράς πλημυρίζει το χλωμό πρόσωπο με τα κουρασμένα μάτια καθώς στα επόμενα δευτερόλεπτα αντικρίζει τον απρόσμενο αυτό επισκέπτη, ο οποίος έχει όρεξη για κουβέντα.

«Το θυμάσαι αυτό;» λέει ο φίλος καθώς στέκει καμαρωτός στο προσκέφαλό του. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του παλιού μονομάχου που κείτεται στο κρεβάτι και τα μάτια του λάμπουν πάλι καθώς το βλέμμα του καρφώνεται στη μέση του παραστατικού άντρα. «Αυτό ήταν που μας χάρισε τη νίκη εκείνη την απίθανη μέρα», συνεχίζει ο φίλος καθώς σηκώνει ελαφρώς το πουκάμισό του, φανερώνοντας το δερμάτινο ζωνάρι που κρατά δεμένο το παντελόνι του.

Ο αδύναμος άντρας ορθώνει τον κορμό στο κρεβάτι του, σκύβει στο διπλανό συρτάρι και παίρνει έναν μεγάλο φάκελο, γεμάτο παλιές φωτογραφίες. «Πως δεν το θυμάμαι!» αναφωνεί κι αμέσως προστάζει την Carolina να τραβήξει πίσω τις κουρτίνες, αφήνοντας τον ήλιο να λούσει πάλι με φως το δωμάτιο. Τη ζωή του ολόκληρη. 

«Θυμάμαι ακόμη τη δαιμονισμένη ταχύτητα με την οποία εξήλθες από τη στροφή της στοάς και την αδιαφορία με την οποία συνέχισες να προχωρείς προς τις ράγες του τρένου», συμπληρώνει ο φίλος γεμάτος ενθουσιασμό καθώς οι δύο κοιτάζουν μια φωτογραφία η οποία αναγράφει στο κάτω της μέρος: Circuito delle Tre Province, 9 Augusto 1931. «Το αυτοκίνητό μας πέταξε ψηλά στον αέρα σαν σκοντάψαμε πάνω στις ράγες λίγο έξω από την Porretta. Ακόμη δεν μπορώ να εξηγήσω πως εσύ, ένας κοκαλιάρης των 50 μόλις κιλών, κατάφερε να το μαζέψει και να μαζέψει και εμένα μαζί -με το ένα μόνο χέρι- βάζοντάς με πίσω στο κάθισμά μου». 

***

Οι δύο άντρες, θρύλοι των αγώνων αυτοκινήτου από μια ξεχασμένη εποχή, πραγματοποίησαν την πιο πάνω συνάντησή τους περισσότερο από είκοσι χρόνια μετά τη συγκεκριμένη κούρσα, όταν ο βαριά άρρωστος Tazio Nuvolari, ο πιο τολμηρός, ο πιο φλογερός, ο πιο χαρισματικός πιλότος που κάθισε ποτέ πίσω από ένα αγωνιστικό τιμόνι, περιορισμένος πια στο κρεβάτι του και πάσχοντας από τη φυματίωση που θα του έπαιρνε σύντομα τη ζωή, υποδέχτηκε στο σπιτικό του τον αγαπημένο του συνοδηγό-μηχανικό, Decimo Compagnoni.

Ο τελευταίος ήθελε να δώσει λίγη χαρά στον φίλο του, για τον οποίο ο Dr. Ferdinand Porsche είχε πει πριν από 85 περίπου χρόνια: «O Nuvolari είναι ο σπουδαιότερος πιλότος του χθες, του σήμερα και του αύριο». Η ιστορία της κούρσας του 1931 στην πίστα Tre Province, αποδεικνύει -μαζί με τόσες άλλες- του λόγου το αληθές.

Πάρτε μια βαθιά ανάσα (και μια παγωμένη λεμονάδα) και προχωράμε…

Η μέρα που ο Enzo Ferrari ανακάλυψε τον σπουδαιότερο πιλότο όλων των εποχών

Ο Nuvolari δεν είχε δει ξανά την πίστα. Ούτε καν την πόλη της Porretta πάνω στον χάρτη. Κατ’ ακρίβεια, ο 38χρονος άντρας πήρε την απόφαση να αγωνιστεί εκεί το βράδυ πριν από την κούρσα. Μαζί με τον πιστό του Compagnoni, δέκα χρόνια μικρότερό του, έφτασαν στην Bagni della Porretta (περιοχή της Bologna και επίκεντρο του αγώνα) τέσσερεις μόλις ώρες πριν από την εκκίνηση. 

Και τι πίστα ήταν αυτή που απλωνόταν μπροστά τους Θεέ μου. Των 130 χιλιομέτρων, με τους διαγωνιζόμενους να καλούνται να διασταυρώσουν τρεις επαρχίες (εξ’ ου και το όνομα Tre Province), περνώντας πρώτα από τα Bagni di Porretta της Bologna, έπειτα από το San Marcello της Pistoia, ακολούθως μετά από το περίφημο πέρασμα Abetone της Modena και ξανά πίσω στη Bologna. 

Ο Nuvolari θα είχε για ομόσταβλό του στη Scuderia Ferrari τον καινούργιο του φίλο Enzo Ferrari, τον 33χρονο διευθυντή της ομάδας ο οποίος θα πιλόταρε μια Alfa Romeo 8C 2300, αφήνοντας στον αργοπορημένο συνάδελφό του την πιο απλή και αδύναμη Alfa Romeo 6C 1750, που υστερούσε κατά πολύ σε ιπποδύναμη και σε ταχύτητα. Ο λιλιπούτιος άντρας, όμως, ήταν πάντοτε έτοιμος να αντιμετωπίσει ακόμη και την πιο απίθανη πρόκληση. «Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά και ’γω θα ’ρθώ με το μικρό μου το μπαγλαμά», είναι ο στίχος που έρχεται στη σκέψη μου, από το αθάνατο άσμα «Στα περβόλια» του Μίκη Θεοδωράκη.

Γνωρίζοντας τη φήμη του Nuvolari, o Ferrari ζητά από τον ομόσταβλό του να τον πάει «μια βόλτα» στην πίστα πριν από τον αγώνα, παίρνοντας τη θέση του στο κάθισμα του συνοδηγού της διθέσιας Alfa 1750 και χωρίς να χάσουν καιρό οι δύο άντρες κινούν για τους φιδίσιους δρόμους της Porretta. 

***

H κόκκινη Alfa προσεγγίζει την πρώτη στροφή που συναντούν μπροστά τους με τρομερή σφοδρότητα, γεγονός που αιφνιδιάζει τον Enzo Ferrari. Ο «προσκεκλημένος» στο πιλοτήριο βλέπει τοίχους, τηλεγραφικούς πυλώνες και χαντάκια να κατευθύνονται προς το μέρος τους με τρελή ταχύτητα και αμέσως αρπάζεται τρομοκρατημένος από τη χειρολαβή του συνοδηγού, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για ένα μεγάλο δυστύχημα. Τα ελαστικά σφυρίζουν στη στράτα καθώς το όχημα βγαίνει εκτός ελέγχου και κατευθύνεται προς όλα εκείνα τα κακά που απειλούν τη ζωή τους. Ο Nuvolari έχει κάνει ένα ολέθριο λάθος…

Σκυμμένος όσο γίνεται πιο βαθιά στο πιλοτήριο και χωρίς να βλέπει πια το δρόμο μπροστά του, ο Ferrari περιμένει να ακούσει εκείνον τον τρομακτικό κρότο της σύγκρουσης, καθώς βλέπει τη ζωή του να περνά ολόκληρη από μπροστά του σαν κινηματογραφική ταινία.

Προς μεγάλη του έκπληξη δεν ακούει κανένα σίδερο να συνθλίβεται, παρά μόνο τον βραχνό ήχο του εξακύλινδρου κινητήρα να επιταχύνει κανονικά προς την έξοδο της στροφής. Καθώς σηκώνει πάνω αλαφιασμένος το κεφάλι, γυρίζει και βλέπει το πρόσωπο του Nuvolari, το οποίο είναι γαλήνιο σαν τη λίμνη.

Προτού καν προλάβει να πει «τι στο καλό», να’ σου και φτάνει τώρα γρήγορα και απειλητικά η δεύτερη στροφή. Το τοπίο ορμά άλλη μια φορά κατά πάνω τους, η Alfa κατευθύνεται ανεξέλεγκτα εκτός δρόμου, ο Ferrari σκύβει, περιμένει το μοιραίο μπαμ και καθώς η διθέσια βολίδα εξέρχεται από τη στροφή, ο Nuvolari παραμένει -όπως και πιο πριν- ατάραχος και απαθής στο πιλοτήριο.

Το ίδιο βιολί στην τρίτη, στην τέταρτη και στην πέμπτη στροφή, μέχρι που ο Enzo Ferrari (πιλότος αυτοκινήτων και ιδρυτής της πιο θρυλικής ομάδας στα χρονικά του αγωνίσματος) καταφέρνει εντέλει να πνίξει τον φόβο του στο πιλοτήριο και ανακαλύπτει το μυστικό του μεγάλου αυτού μαέστρου του βολάν.

Ο Ferrari παρατηρεί: «Η ουρά γλιστρά, η μύτη της βολίδας γλύφει το εσωτερικό της στροφής καθώς «ντριφτάρει» με τα τέσσερα και αμέσως βγαίνει από τη στροφή και ευθυγραμμίζεται τέλεια με την επόμενη λωρίδα δρόμου, χωρίς ο πιλότος να χρειάζεται να κάνει περιττές διορθώσεις στο τιμόνι».

Κοιτάζοντας τα πόδια του Nuvolari, εκεί κριμένος στο πιλοτήριο, ο Ferrari καταφέρνει να λύσει επιτέλους τον γρίφο. Καθώς πλησιάζει η στροφή ο Nuvolari πηγαίνει κόντρα στο ένστικτο του κοινού θνητού και αρνείται να σηκώσει το πόδι του από το γκάζι, κρατώντας έτσι στο μέγιστο τις στροφές του κινητήρα και επιτρέποντας στα λάστιχα να δαγκώσουν καλύτερα στο δρόμο. Προτού ξεκινήσει το τρελό «ντριφτάρισμα» έχει ήδη προεπιλέξει τη σωστή σχέση στο κιβώτιο ταχυτήτων και με αυτή την ταχυδακτυλουργική μανούβρα παίρνει στα χέρια του τους νόμους της φυσικής, κάνοντας σύμμαχό του τη φυγόκεντρο δύναμη, μπαίνοντας και βγαίνοντας από την κάθε στροφή με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από οποιονδήποτε άλλο πιλότο στον κόσμο.

«Πολλοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν αλλά κανείς δεν μπόρεσε τελικά να τον αντιγράψει. Στις δύσκολες στροφές όλοι ξέμεναν από θάρρος, σηκώνοντας πάντα το πόδι τους από το γκάζι», ήταν η κατάληξη του Enzo Ferrari. 

Ο αγώνας στην πίστα Tre Pronince δεν έχει καν ξεκινήσει και ο 33χρονος πιλότος από τη Modena έχει ήδη πάρει την απόφασή του. Αυτή θα είναι η τελευταία κούρσα στην οποία θα συμμετάσχει ως πιλότος. Μετά απ’ όσα διαπίστωσε από το «διπλανό κάθισμα», δεν θα έβρισκε ποτέ καλύτερο λόγο για να αποσυρθεί. Μέχρι και το 1988, όταν θα έφευγε απ’ αυτή τη ζωή, ο Enzo Ferrari θα μετρούσε τα κότσια και το χάρισμα κάθε πιλότου της ομάδας του βάσει των αποτελεσμάτων που του έδειχνε το αλάθητο αυτό μέτρο σύγκρισης: ο Tazio Nuvolari. 

O Tazio Nuvolari, καβάλα στο «άλογο», έχει στα αριστερά του τον παλιόφιλό του Enzo Ferrari  

Δαμάζοντας την Alfa με ένα δερμάτινο ζωνάρι

Την ημέρα του αγώνα τον είδαν να σκαρφαλώνει στο πιλοτήριο της πορφυρής Alfa του χωρίς γυαλιά αγωνιστικής οδήγησης. Για κάποιο λόγο, που παραμένει μυστήριο, ο Nuvolari κρίνει πως δεν τα χρειάζεται σε αυτή την γιγάντια και επικίνδυνη διαδρομή (σπαρμένη με πέτρες τις οποίες εκτοξεύουν τα λάστιχα των βολίδων στα πρόσωπα όσων ακολουθούν) η οποία έχει εικοσιπενταπλάσιο μήκος από τις σημερινές πίστες και εγκυμονεί εκατονταπλάσιους κινδύνους.

Για τον ίδιο η σημερινή είναι άλλη μια μέρα πίσω από το τιμόνι. «Γνωρίζοντας όλους αυτούς τους κινδύνους,  πώς βρίσκεις το θάρρος και μπαίνεις κάθε φορά στο πιλοτήριο;» τον ρώτησε κάποτε κάποιος δημοσιογράφος. Ο Nuvolari τον κοίταξε σιωπηλός στα μάτια και στη συνέχεια του απάντησε με μια ερώτηση: «Εσύ δηλαδή φοβάσαι πως μια μέρα θα πεθάνεις στον ύπνο σου; Εάν ναι, τότε πως βρίσκεις το θάρρος κάθε βράδυ για να πας να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου;»

O Enzo Ferrari αναχωρεί από τη ράμπα της εκκίνησης στις 15.46, με τον Nuvolari να ακολουθεί έξι λεπτά αργότερα. Η ισχυρότερη Alfa 2300 του πρώτου έχει ξεκάθαρα την υπεροχή και ο Tazio αντιμετωπίζει από τα πρώτα κιόλας μέτρα προβλήματα με το κιβώτιο ταχυτήτων του.

Ο Nuvolari, όμως, δεν τα βάζει ποτέ κάτω. Ακόμη και όταν τον κυνηγούν χίλιοι δαίμονες.

***

O βαριά άρρωστος Nuvolari και ο παλιός πιστός μηχανικός του, Compagnoni, συμπολίτης του από την δοξασμένη Mantova, συνεχίζουν σκυμμένοι πάνω από τις φωτογραφίες που έχουν απλώσει πάνω στο κρεβάτι να αναπολούν με νοσταλγία τα συμβάντα από τον πιο πάνω αγώνα, καθώς η Carolina εισέρχεται στο δωμάτιο για να τους προσφέρει ένα ποτό.

Οι δυο άντρες την αγνοούν αφού νοερά βρίσκονται ξανά στο πιλοτήριο της Alfa Romeo τους και ζουν από την αρχή με ένταση την κάθε στιγμή του αγώνα.

Καθώς η Alfa επιταχύνει στη στράτα η οποία τρέχει κατά μήκος των ραγών του τρένου, μόλις έξω από την Porretta, ο δρόμος γυρίζει απότομα και οι δύο άντρες βλέπουν άξαφνα τις ράγες να σταυρώνουν το δρόμο μπροστά τους. Ο Compagnoni, που βλέπει το κακό να έρχεται, αρπάζεται γρήγορα από τις χειρολαβές του πιλοτηρίου και στα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα η Alfa χτυπά με δύναμη στο σίδερο και απογειώνεται.

Και ενώ πετούν στον αέρα ο Compagnoni εκτοξεύεται στο πίσω μέρος του οχήματος, βαστώντας τις ξεριζωμένες πια λαβές στα χέρια του. Ο Nuvolari, μισή μερίδα πετσί και κόκκαλο, βρίσκει τη δύναμη και τον αρπάζει από το πόδι, τραβώντας τον ξανά στη θέση του και αμέσως μετά το αυτοκίνητο ακινητοποιείται. 

Οι δύο άντρες περιεργάζονται τη ζημιά, παρατηρώντας πως το ελατήριο που χειρίζεται το άνοιγμα και το κλείσιμο του γκαζιού έχει σπάσει. Ο Compagnoni σκέφτεται. Ο Nuvolari μένει ψύχραιμος στη θέση του. Ο πιστός μηχανικός ανοίγει το κάλυμμα του κινητήρα, αφαιρεί το δερμάτινο ζωνάρι από το παντελόνι του και πιάνει δουλειά. Συνδέει την μια άκρη στον μηχανισμό γκαζιού και περνά την άλλη άκρη μέσα από το πιλοτήριο. Ο Nuvolari καταλαβαίνει αμέσως και του γνέφει να επιστρέψει γρήγορα στη θέση του για να συνεχίσουν το κυνηγητό της Alfa του Enzo Ferrari.

Οι δυο παράτολμοι άντρες συνεχίζουν το ταξίδι τους με τον πιλότο να χειρίζεται τιμόνι, συμπλέκτη, ταχύτητες και φρένο, αφήνοντας τον έμπιστο μηχανικό του να ελέγχει με το ζωνάρι το γκάζι, υπό τις εντολές πάντα του Nuvolari.

H ψυχή και το νεύρο που βάζει ο Compagnoni είναι άνευ προηγουμένου. Προσπαθεί να κρατηθεί με το ελεύθερο του χέρι στη θέση του, γαντζώνοντάς το στο κάτω αριστερό μέρος του chassis (οι χειρολαβές είχαν σπάσει και ζώνες ασφαλείας δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή) με τις πέτρες της στράτας να το «πολυβολούν» ανελέητα, κάνοντάς το να αιμορραγεί. Ο άμοιρος ο Compagnoni βγάζει όπως όπως ένα λευκό μαντίλι από την τσέπη του και με τα δόντια του δένει το κατακρεουργημένο χέρι.

Καθώς σφίγγει από τον πόνο τα δόντια αναφωνεί: «δεν θα τα καταφέρεις Nuvolari. Η 2300 είναι ισχυρότερη από την 1750. «Θα διαπιστώσεις πως στον κατήφορο πάμε πιο γρήγορα» έρχεται η απάντηση από τον Nuvolari, καθώς ξεκινά η κατάβαση από τη Sestola προς την Porretta. 

O Compagnoni επιμένει: «Ποιος μπορεί να καλύψει 40 δευτερόλεπτα και να φτάσει εκείνο το οκτακύλινδρο θεριό;». Ο Nuvolari προστάζει: «Compagnoni, τράβα το ζωνάρι και μην το αφήσεις μέχρι να φανεί το τέρμα!».

Και το ταξίδι «αυτοκτονίας» ξεκινά, καθώς η μπαρουτοκαπνισμένη Alfa ξύνει με εξωφρενικές ταχύτητες τοίχους, δέντρα, χαντάκια, τηλεγραφικούς πυλώνες, μαζί και το ένθερμο πλήθος που έχει μαζευτεί στις στράτες και παραληρεί. 

Ο Ferrari φτάνει πρώτος στο τέρμα υπό τις επευφημίες του κοινού που τον στέφει νικητή. Στη συνέχεια όμως, ακούν κάτι σαν έναν μανιασμένο κεραυνό να φτάνει από μακριά. Ο Nuvolari έχει τον τελευταίο λόγο για το ποιος θα φορέσει τις δάφνες της νίκης. Αρκεί ο Compagnoni να έχει το σθένος να κρατήσει τεντωμένο εκείνο το δερμάτινο λουρί. Προς έκπληξη όλων, οι δυο άντρες κερδίζουν τελικά την κούρσα με διαφορά μερικών δευτερολέπτων από την ισχυρότερη Alfa του Enzo Ferrari. 

***

Οι δύο φίλοι γελούν σαν παιδιά στο κρεβάτι του Nuvolari, ο οποίος εξακολουθεί μια κάθε τόσο να βήχει αίμα από το στόμα. Η φυματίωση, που έχει προκληθεί από τα καυσαέρια που ταλαιπωρούν εδώ και δεκαετίες τα πνευμόνια του (τα αυτοκίνητα της εποχής του είχαν μπροστά στα μούτρα του πιλότου τον κινητήρα) δεν του αφήνει πολλά περιθώρια ζωής. Το φως όμως έχει επιστρέψει για μια τελευταία φορά στο βλέμμα του.

Καθώς ο Compagnoni αποχαιρετά τον παλιό του φίλο και προχωρεί προς την πόρτα, ακούει τον Nuvolari να του λέει: «ποτέ δεν δούλεψα τόσο σκληρά στη ζωή μου για να κερδίσω έναν αγώνα». Ο φίλος κοντοστέκεται, γυρίζει μια τελευταία φορά πίσω το κεφάλι και προσθέτει: «Κι εγώ δεν έχω φοβηθεί ποτέ ούτε το μισό στη ζωή μου απ’ όσο φοβήθηκα εκείνη τη μέρα».

***

«Νομίζω πως το βρίσκει σχεδόν αβάσταχτο που δεν τον έχει καταβροχθίσει η φωτιά της πίστας. Ειδικά μετά που χάσαμε τους δύο μας γιους», λέει η Carolina στον Compagnoni καθώς τον συνοδεύει στο ξωπόρτι της βίλας.

Λίγους μήνες αργότερα, στις 11 Αυγούστου του 1953, ο Nuvolari παραδίδει το πνεύμα του στους ουρανούς. «Θάψετε με, με τη στολή μου» είναι τα τελευταία του λόγια. Ακολουθεί η κηδεία του στη Mantova, στην οποία βεβαίως παραβρίσκεται και ο Enzo Ferrari. Σαν φτάνει στην πόλη, η λαμπρή αυτή μορφή της Ιταλίας ζητά από έναν ηλικιωμένο που συναντά στο δρόμο, οδηγίες για του που βρίσκεται η εκκλησία όπου θα λάβει χώρα η τελετή. «Κάνατε πολύ καλά που ήρθατε κύριε μου» του λέει εκείνος χωρίς να αναγνωρίσει τον Ferrari, «τέτοιος άνθρωπος, δεν θα ξαναγεννηθεί ποτέ»._Δημήτρης Γιόκκας

Περισσότερα στο βιβλίο μου «Ύμνος στην Ταχύτητα» - Δημήτρης Γιόκκας 2020