20 χρόνια για το εμβληματικό Audi RS 6
Το Audi RS 6, ένα από τα πλέον εμβληματικά σπορ αυτοκίνητα των τελευταίων ετών, συμπληρώνει δύο δεκαετίες ζωής.
Λίγο μετά την έναρξη της νέας χιλιετίας, η quattro GmbH (τώρα Audi Sport GmbH) αποφάσισε να παρουσιάσει το RS 6 πραγματοποιώντας το επόμενο βήμα μετά το RS 4. Έχοντας ήδη ανανεώσει το 2001 το A6, η Audi ήθελε να «αθροίσει» περισσότερη ισχύ κάτω από το καπό του, αλλά και περισσότερο «σπορ χαρακτήρα» στη νέα πολεμική μηχανική που έμελε να δημιουργήσει τον επόμενο κιόλας χρόνο.
Οι μηχανικοί της Audi στην quattro GmbH κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να καταστήσουν το Α6 ένα «σπορ αυτοκίνητο». Αυτό σήμαινε όχι μόνο την προσαρμογή του κινητήρα, της ανάρτησης και του κιβωτίου ταχυτήτων, αλλά και της εμφάνισης, με το αμάξωμα να μεγαλώνει κατά 4 εκατοστά τόσο σε μήκος όσο και σε πλάτος. Νέες ποδιές, πιο φαρδιά μαρσπιέ, μια αεροτομή για την έκδοση Avant, ζάντες 18 ή 19 ιντσών και δύο οβάλ απολήξεις της εξάτμισης τόνισαν τις σπορ φιλοδοξίες του αυτοκινήτου.
Ο στόχος της Audi ήταν να αξιοποιήσει τη δυναμική ενός 8κύλινδρου κινητήρα, ο οποίος αρχικά δεν… χωρούσε στο σώμα του Α6. Ως αποτέλεσμα, η quattro GmbH επέκτεινε το μπροστινό άκρο και έδωσε στον V8 κινητήρα τέσσερα εκατοστά… αέρα προκειμένου να εγκατασταθεί κάτω από το εμπρός καπό. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι ο κινητήρας του πρώτου RS 6 δεν ήταν βελτιστοποιήθηκε στο Ingolstadt ή στο Neckarsulm, αλλά στην Μ. Βρετανία. Μαζί με την quattro GmbH, η βρετανική εταιρεία κατασκευής κινητήρων Cosworth, η οποία ήταν θυγατρική της Audi AG μέχρι το 2004, ήταν επίσης υπεύθυνη για την εντυπωσιακή απόδοση των 450 ίππων της μονάδας.
Με την εποχή των χειροκίνητων κιβωτίων να έχει ήδη τελειώσει, για πρώτη φορά ένα κιβώτιο ταχυτήτων με μετατροπέα ροπής έδωσε σε ένα μοντέλο της οικογένειας «RS» μικρότερους χρόνους αλλαγής ταχυτήτων – και για την περίσταση επιτάχυνση από στάση έως τα 100 χλμ./ώρα σε χρόνο μόλις 4,7 δευτερόλεπτα. Σημείο αναφοράς για το πρώτο RS 6 ήταν και η ανάρτηση Dynamic Ride Control (DRC), η οποία αποτελείται από χαλύβδινα ελατήρια που διαθέτουν δύο διαγώνια αντίθετα υδραυλικά αμορτισέρ, χωρίς ηλεκτρονικά.
Λίγο πριν την αντικατάσταση της πρώτης γενιάς (C5), η quattro GmbH προσέθεσε στον V8 κινητήρα 30 επιπλέον ίππους, διατηρώντας ωστόσο τη ροπή στα 560 Nm. Όχι όμως και την τελική ταχύτητα, που πλέον έφτανε τα 280 χλμ./ώρα.
Το 2008, έξι χρόνια μετά το πρώτο RS 6, ακολούθησε η δεύτερη γενιά. Η Audi αύξησε όχι μόνο την ισχύ και τον κυβισμό (στα 5,0 λίτρα) του κινητήρα, αλλά και τον αριθμό των κυλίνδρων – που πλέον έφταναν τους 10. Συνολικά, ο V10 απέδιδε 580 ίππους και 650 Nm ροπής, τα οποία ήταν διαθέσιμα από τις 1.500 σ.α.λ. Ο κινητήρας ζύγιζε 278 κιλά και διέθετε λίπανση ξηρού κάρτερ – μια τεχνολογία δανεισμένη από τους αγώνες.
Όπως συνέβαινε ήδη με το C5, ο 10κύλινδρος κινητήρας χρειαζόταν επίσης ένα κιβώτιο που θα μπορούσε να διαχειριστεί την υψηλή ισχύ και ροπή του. Το αυτόματο κιβώτιο έξι σχέσεων ανακατασκευάστηκε για να καλύψει αυτή την ανάγκη διαθέτοντας στο νέο RS 6 (C6) και σύστημα ψύξης. Με αυτόν τον συνδυασμό κινητήρα και κιβωτίου ταχυτήτων, η Audi πέτυχε για λογαριασμό του RS 6 Mk II τελική ταχύτητα άνω των 300 χλμ./ώρα στην έκδοση με τον κωδικό «plus». Με δεδομένες αυτές τις επιδόσεις, η Audi επιστράτευσε για το σύστημα πέδησης του αυτοκινήτου κεραμικά φρένα, με δίσκους 420 χλστ. εμπρός και 356 χλστ. πίσω στα πλαίσια του προαιρετικού εξοπλισμού του. Την ίδια στιγμή και σε αντίθεση με την πρώτη γενιά, η ανάρτηση DRC της δεύτερης γενιάς φορά απέκτησε για πρώτη φορά μια πρόσθετη μονάδα ρύθμισης τριών σταδίων στα αμορτισέρ.
Στην τρίτη γενιά (C7) η Audi δέχτηκε έντονη κριτική όταν αποφάσισε να «απομακρύνει» τον 10κύλινδρο biturbo κινητήρα της το 2013 προς χάριν ενός 4λιτρου 8κύλινδρου – τον μικρότερο στην ιστορία του RS 6. Ωστόσο, η επικριτές γρήγορα πείστηκαν για τις δυνατότητες της κατασκευής, καθώς η Audi είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα πακέτο που άφησε τα προηγούμενα μοντέλα RS 6 πολύ πίσω του όσον αφορά τη δυναμική συμπεριφορά και την απόδοση. Την ίδια στιγμή, χάρη στην εκτενέστερη χρήση αλουμινίου, το συνολικό βάρος του RS 6 – C7 μειώθηκε κατά 120 κιλά. Βελτιώσεις έγιναν και στην κατανομή του βάρους, με τον εμπρός άξονα να φορτίζεται πλέον λιγότερο – και συγκριμένα κατά περίπου 100 κιλά.
Ο 8κύλινδρος κινητήρας εδράζονταν 15 εκατοστά πίσω απ’ ότι ο 10κύλινδρος του παρελθόντος. Πρωτίστως χάρη στα 700 Nm της ροπής του, και δευτερευόντως χάρη στο νέο 8τάχυτο tiptronic κιβώτιο, το RS 6 – C7 απαιτούσε μόλις 3,9 δευτερόλεπτα για να φτάσει τα 100 χλμ./ώρα αγγίζοντας σε τελική ταχύτητα τα 305 χλμ./ώρα. Ταυτόχρονα, ο κινητήρας κατανάλωνε έως και 30% λιγότερο καύσιμο ως απόρροια όχι μόνο του μειωμένου βάρους του αυτοκινήτου, αλλά και της δυνατότητας απενεργοποίησης των μισών κυλίνδρων του υπό συνθήκες χαμηλού φορτίου. Παρά την αρχική κριτική για τη μειωμένη ισχύ (που έφτασε τελικά έως και τους 605 ίππους) και τους λιγότερους κυλίνδρους, αυτή ακριβώς η γενιά του RS 6 έγινε best-seller στην κατηγορία των στέισον βάγκον αυτοκινήτων υψηλών επιδόσεων.
Το 2019, τρία χρόνια πριν από τα 20ά γενέθλιά του, η τέταρτη γενιά του RS 6 (C8) κυκλοφόρησε στις αγορές και έμεινε πιστή στην κληρονομιά του μοντέλου. Κυβισμός στα 4,0 λίτρα, δύο τούρμπο, ισχύς 600 ίππων, και τώρα ροπή που φτάνει στα 800 Nm ροπής. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, το RS 6 υποστηρίζεται στη συγκεκριμένη του γενιά από ένα ήπιο υβριδικό σύστημα 48 volt, βελτιώνοντας ακόμη περισσότερο την απόδοση. Αν και λίγο βαρύτερο, το RS 6 Avant «φτάνει» τα 100 χλμ./ώρα σε 3,6 δευτερόλεπτα, ενώ χρειάζεται μόνο 12 δευτερόλεπτα για τα 200 χλμ./ώρα.
Το τελευταίας γενιάς RS 6 διαθέτει για πρώτη φορά σύστημα τετραδιεύθυνσης που βελτιώνει τη σταθερότητα στις υψηλές ταχύτητες, δεδομένου ότι οι πίσω τροχοί στρίβουν πλέον προς την ίδια κατεύθυνση με τους εμπρός τροχούς σε αυτό το «σενάριο». Σε αντίθεση, στις χαμηλές ταχύτητες, οι πίσω τροχοί στέφονται προς την αντίθετη κατεύθυνση από τους εμπρός μειώνοντας την ακτίνα στροφής και διευκολύνοντας το παρκάρισμα.
Σε επίπεδο σχεδιασμού είναι μόνο η οροφή, οι μπροστινές πόρτες και η πίσω πόρτα τις οποίες μοιράζεται το νέο RS 6 Avant με το βασικό A6 Avant. Όλα τα υπόλοιπα είναι διαφορετικά, καθώς τροποποιήθηκαν ειδικά για το RS 6, ενώ χαρακτηριστική είναι και η διεύρυνση του πλάτους του αμαξώματος κατά 8 εκατοστά. Οι τροχοί και τα ελαστικά αποτελώντας ένα ακόμα νεωτεριστικό στοιχείο της πιο πρόσφατης γενιάς RS 6: 21 ιντσών με ελαστικά 275/35 στάνταρ και 22 ιντσών με ελαστικά 285/30 προαιρετικά για πρώτη φορά. Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, το RS 6 C8 είναι πλήρως… βιομηχανοποιημένο καθώς κατασκευάζεται εξολοκλήρου στις προηγμένες γραμμές συναρμολόγησης της Audi στο Neckarsulm.