Αποκάλυψη: H νέα Gordon Murray T.33
Η νέα Gordon Murray T.33 είναι το δεύτερο μοντέλο της GΜΑ και με 2θεσια διάταξη, σε συνδυασμό με έναν κεντρικά τοποθετημένο ατμοσφαιρικό V12 κινητήρα της Cosworth, θα διατεθεί σε μόλις 100 συλλεκτικά αντίτυπα.
Η Gordon Murray T.33 είναι το δεύτερο κατά σειρά όχημα της Gordon Murray Automotive (GMA) μετά την T.50 και την καθαρόαιμη παραλλαγή της με τη διακριτική ονομασία T.50s Niki Lauda. Σύμφωνα με τους δημιουργούς του, το νέο, διθέσιο σπορ κουπέ της εταιρείας έχει σχεδιαστεί «χωρίς συμβιβασμούς για να προσφέρει τον απόλυτο συνδυασμό απόδοσης, άνεσης, οδηγικής εμπειρίας στο δρόμο και καθημερινής χρηστικότητας».
Η νέα T.33 θα τροφοδοτείται από μια ειδικά διαμορφωμένη έκδοση του V12 κινητήρα των 3,9 λίτρων της T.50, που σχεδιάστηκε από κοινού με την Cosworth και θεωρείται ήδη ως «ο καλύτερος 12κύλινδρος κινητήρας δρόμου», ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το συνολικό βάρος της κατασκευής δεν θα ξεπερνά τα μόλις 1.100 κιλά.
Η νέα Gordon Murray T.33, η οποία θα είναι διαθεσιμη από το 2024 και μετά σε μόλις 100 αντίτυπα έναντι τιμήματος 1,37 εκατ. λιρών ανά μονάδα (χωρίς φόρους), έχει σχεδιαστεί από τον Gordon Murray και την ομάδα του με αυστηρή τήρηση των επτά στο σύνολο κατευθυντήριων αρχών της εταιρείας. Βασισμένη σε μια εντελώς νέα, υπερ-ελαφριά αρχιτεκτονική από carbon και αλουμίνιο, η T.33 αποπνέει ένα πνεύμα αγνότητας και μια αύρα απόλυτα διαχρονικής ομορφιάς σε επίπεδο σχεδίασης.
Με την υπογραφή της Gordon Murray Automotive
Ο κινητήρας που τροφοδοτεί το νέο κουπέ της GMA βασίζεται στα εξαιρετικά δομικά στοιχεία του V12 της T.50, που για μια ακόμα φορά φέρει την υπογραφή της Cosworth. Κατασκευασμένος εξολοκλήρου από αλουμίνιο, έχει βάρος μόλις 178 κιλά, και με χωρητικότητα 3,9 λίτρα μπορεί να περιστρέφεται έως και τις 11.100 σ.α.λ. αποδίδοντας 615 ίππους στις 10.500 σ.α.λ. και ροπή 451 Nm στις 9.000 σ.α.λ. Από την τελευταία, το 75% κάνει την εμφάνισή της στις 2.500 σ.α.λ., ενώ το 90% από τις 4.500 έως και τις 10.500 σ.α.λ.
Ενώ η GMA και η Cosworth επέλεξαν να διατηρήσουν τις κυλινδροκεφαλές του «αρχικού» V12, αν και σε τροποποιημένη μορφή, έχουν εισαχθεί εντελώς νέοι εκκεντροφόροι, μεταβλητός χρονισμός βαλβίδων και χαρτογράφηση κινητήρα, για να διασφαλιστεί η επιδιωκόμενη απόκριση και παροχή ισχύος. Μαζί με ένα νέο σύστημα εισαγωγής (στην οροφή!) τύπου ram-air, εξελίχθηκε ένα νέο σύστημα εξάτμισης, το οποίο αποδίδει έναν εντυπωσιακό ήχο. Από εκεί και πέρα, οι βάσεις του κινητήρα και τα συστήματα ψύξης νερού και λαδιού είναι επίσης εντελώς νέα και αναπτύχθηκαν ειδικά για τον κινητήρα με τον κωδικό GMA.2 V12.
Στη μετάδοση συναντάμε ένα κιβώτιο της Xtrac, με έξι σχέσεις, το οποίο θα προσφέρεται με χειροκίνητη επιλογή ή με το σύστημα Instantaneous Gearchange System με paddles στο τιμόνι, ως προαιρετική. Το κιβώτιο συνδυάζεται με συμπλέκτη χαμηλής αδράνειας και διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης (LSD). Αξίζει να σημειωθεί ότι η manual εκδοχή προέρχεται από την αντίστοιχη μονάδα που συναντάμε στην T.50, με βάρος 82 κιλά. Το δε αυτόματο IGS, χωρίς τη χρήση διπλού συμπλέκτη, ζυγίζει μόλις 78 κιλά.
Η Gordon Murray T.33 είναι «χτισμένη» γύρω από το γνωστό iFrame της GMA κι ένα μοναδικό, εξαιρετικά ελαφρύ μονοκόκ από ανθρακονήματα, που εξασφαλίζουν ιδανική στρεπτική ακαμψία και συνολικό βάρος μικρότερο έως και 300 κιλά σε σχέση με τα υπόλοιπα supercar της κατηγορίας. Στον τομέα της ανάρρησης, η GMΑ υιοθέτησε τη λύση των διπλών ψαλιδιών μπροστά και πίσω, σε συνδυασμό με σπειροειδή ελατήρια και αμορτισέρ από κράμα αλουμινίου.
Από εκεί και πέρα, το σύστημα διεύθυνσης διαθέτει υδραυλική υποβοήθηση, ενώ τα φρένα αποτελούνται από κεραμικούς δίσκους της Brembo διαστάσεων 370 και 340 χλστ., σε συνδυασμό με 6πίστονες και 4πίστονες δαγκάνες. Σε ότι αφορά τους τροχούς, επελέγη ο τύπος ελαστικών Pilot Sport 4 S της Michelin, σε διάσταση 235/35 και 295/90, ο οποίος φιλοξενεί ζάντες με διάμετρο 19 και 20 ιντσών.
Σε επίπεδο αεροδυναμικής και σε αντίθεση με τον ευμεγέθη… ανεμιστήρα στο πίσω μέρος της T.50, στην Τ.33 υιοθετείται ένα σύστημα που φέρει την ονομασία Passive Boundary Layer Control. Εν προκειμένω και για την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του φαινομένου ground effect, στο εμπρός μέρος της Τ.33 υπάρχει μια εισαγωγή που διοχετεύει τον αέρα κάτω από το δάπεδο. Από εκεί και πέρα, χάρη σε έναν προηγμένο διαχύτη που ενεργοποιείται από τη βασική αναρρόφηση πίσω από το αυτοκίνητο, καθίσταται εφικτή η επίτευξη ενός επιπέδου αεροδυναμικής απόδοσης που είναι 30% πιο αποτελεσματικό από το συμβατικό supercar – και ως εκ τούτου δεν καθίσταται αναγκαία η χρήση έντονων αεροδυναμικών στοιχείων στο «σώμα» του αυτοκινήτου. Η μόνη «παραχώρηση» εδώ είναι η ενεργή πίσω αεροτομή, η οποία ενεργοποιείται αυτόματα, αλλά και από τον οδηγό, διαθέτοντας τρεις διαφορετικές θέσεις.