
Η μέρα που ΣΕ γνώρισα -σαν σήμερα, 18 Μαΐου 1980

Τη ζητούσα -από παιδί- χωρίς να ξέρω τ’ όνομά της. Τη φανταζόμουν χωρίς μορφή, τη νοσταλγούσα πριν υπάρξει. Ώσπου ένα απόγευμα, σχεδόν αδιάφορα, σχεδόν τυχαία -χωρίς προειδοποίηση- ήρθε.
Το φως άστραψε και βρόντηξε μέσα στην ψυχή μου, τη στιγμή που αντίκρισα για πρώτη φορά τη μαυροντυμένη εκείνη «Τσιγγάνα» να στροβιλίζεται στους φιδίσιους δρόμους της «Συνοικίας των Ονείρων», αναστατώνοντας με το χορό της τις στράτες και γιομίζοντας τον αέρα με δέος.
Με καρφωμένα τα μάτια στο κουτί της ασπρόμαυρης τηλεόρασης, συνέχισα να παρακολουθώ μαγνητισμένος τον χορό της, αδυνατώντας να εξηγήσω τι ήταν εκείνο που ξαφνικά με χτύπησε με τόση δύναμη και θέρμη, κάνοντας ξαφνικά την καρδιά στα στήθεια μου να χτυπά όπως δεν είχε χτυπήσει ποτέ προηγουμένως.
Και όταν άκουσα στη συνέχεια -Θεέ μου- τη λαλιά της, εκείνη την «αγγελόφωνη» λαλιά να με διαπερνά σαν μανιασμένος κεραυνός, κάνοντας τα σωθικά μου να δονούνται και το αίμα στις φλέβες μου να ορμά ανυποχώρητο προς την καρδιά, αμέσως αντιλήφθηκα πως ήμουνα νεκρός και ξύπνησα.
Η μαυροντυμένη «Τσιγγάνα» (Gitanes) που κοσμούσε την γαλάζια, αιχμηρά ακονισμένη βολίδα του λιονταρόψυχου ιππότη της ασφάλτου με το όνομα Didier Pironi -τον οποίο θυμάμαι να αψηφά τον κίνδυνο με αχαλίνωτη τόλμη εκείνο το Μαγιάτικο δειλινό- τρύπωσε σαν φάντασμα στο αθώο παιδικό μυαλό μου, χαράζοντας μια βαθιά ουλή στη ψυχή μου. Μια ουλή που ποτέ δεν επουλώθηκε, γιατί ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω — ούτε σε μένα τον ίδιο — τη μυστηριακή δύναμη που την προκάλεσε.
Παρότι πέρασαν σαράντα πέντε χρόνια από εκείνο το απόγευμα που η ασπρόμαυρη οθόνη ξεδίπλωσε μπροστά στα παιδικά μου μάτια το πρώτο μου Grand Prix, που εκτυλίχθηκε ανάμεσα στις δαιδαλώδεις μπαριέρες και στα ιστορικά κτίσματα του πριγκιπάτου του Μονακό, η καρδιά μου εξακολουθεί να χτυπά για τη Formula 1 με τον ίδιο τόνο._Δημήτρης Γιόκκας
