
Ο ήρωας της αφίσας των παιδικών μου ονείρων

Η αφίσα είχε τη δική της ιστορία – κάποιος την κόλλησε στον τοίχο με εφηβική φλόγα τυλιγμένη στο χαρτί.
Θυμάμαι πάντοτε πως με τον πατέρα μου τον φωνάζαμε «Μιχαλάκη». Για εμάς, ο πάντα πρόσχαρος Ιταλός δεν ήταν απλώς ένας πιλότος της Ferrari αλλά ένας δικός μας άνθρωπος. Ένας προσιτός ήρωας με ανθρώπινη ζεστασιά, που μας έκανε να νιώθουμε πως ακόμη και οι κοινοί θνητοί μπορούν να ονειρεύονται.
Η αφίσα του Michele Alboreto στον τοίχο του δωματίου μου ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό πόστερ. Ήταν ένα σύμβολο πάθους, ηρωισμού και αφοσίωσης στο όνειρο σε εκείνα τα εφηβικά μου χρόνια.
Το γεγονός ότι πιλόταρε την πορφυρή Ferrari με τον αριθμό 27 – το νούμερο που έγινε θρύλος χάρη στον αλησμόνητο Gilles Villeneuve – μόνο ενίσχυε το δέος μας. Ήταν σαν να φορούσε τη φανέλα ενός αθάνατου και να τη σεβόταν απόλυτα, χωρίς να προσπαθεί να τον μιμηθεί. Αυτός ήταν για μας ο Alboreto, ο σεμνός Ιππότης της Ferrari.
Ο Μιλανέζος αγωνίστηκε στη Formula 1 από το 1981 έως το 1994, μετρώντας 194 συμμετοχές, 5 νίκες και 23 παρουσίες στο βάθρο. Ξεκίνησε την καριέρα του με την μικρή ομάδα της Tyrrell, όπου και σημείωσε την πρώτη του νίκη το 1982 στο Grand Prix του Las Vegas (που διεξήχθη στο καταθλιπτικό πάρκινγκ του ξενοδοχείου Caesars Palace!).
Η πιο λαμπρή περίοδός του ήρθε με τη Ferrari (1984–1988), όταν το 1985 έφτασε μια ανάσα από το πρωτάθλημα. Όμως, το όνειρο του τίτλου χάθηκε στις εκρήξεις του turbo, που έστειλαν στον αέρα τους λευκούς καπνούς της απογοήτευσης. Παρά την καρδιοχτύπιση αυτή, τερμάτισε δεύτερος στο πρωτάθλημα, νικημένος μόνο από τον μεγάλο Alain Prost της McLaren, αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση στη μνήμη μας.
Έχοντας χάσει τη θέση του στη Ferrari, o Alboreto βρήκε καταφύγιο στην παλιά του ομάδα, Tyrrell (ποιος θα ξεχάσει εκείνο την θεσπέσια μπλε βολίδα της από το πρωτάθλημα του 1989) τερματίζοντας μάλιστα τρίτος -προς έκπληξη όλων μας- στο Μεξικό. Η τύχη του γύρισε ξανά την πλάτη, ωστόσο, όταν ο χορηγός που βρήκε ο Ken Tyrrell για να γεμίσει το άδειο μπλε χρώμα των μονοθέσιων του, η καπνοβιομηχανία Camel, αποφάσισε να μην συνεργαστεί με τον Alboreto, καθώς ήταν ήδη συνδεδεμένος με τη Marlboro.
Δεν άργησε να βρεθεί έτσι ξανά στο… δρόμο, αναζητώντας νέο σπιτικό στα μισά της σεζόν, και η μικρή γαλλική ομάδα της Larrousse πρόσφερε στον ίδιο για λίγο ένα σωσίβιο. Στη συνέχεια, η Arrows (μετέπειτα Footwork) τον υποδέχθηκε, δίνοντάς του τη δυνατότητα να συνεχίσει να παλεύει για διάκριση μέσα από δύο δύσκολες σεζόν: το 1992 θυμάμαι ότι τερμάτισε έξι φορές έβδομος, σε μια εποχή που βαθμολογούνταν μόνο οι πρώτοι έξι!
Το 1993, η Scuderia Italia, που είχε στην κατοχή της ένα (εχμ…) αξιοθρήνητο μονοθέσιο, κατασκευή της Lola, προσέφερε μια τελευταία «ευκαιρία» στον Alboreto: όταν τον ρώτησαν εάν σκέφτεται να τα παρατήσει όλα και να κάνει καριέρα στα Indycars, ο ίδιος απάντησε με καυστικό χιούμορ «οδηγώ ήδη ένα τέτοιο στις πίστες της F1». Tο 1994 ολοκλήρωσε τη σταδιοδρομία του στην F1, οδηγώντας για τη μικρή μα λιονταρίσια Minardi, ομάδα που συχνά συμβόλιζε τη δύναμη της επιμονής και της αφοσίωσης στον κόσμο των αγώνων.
Ο Alboreto φορούσε κράνος με μπλε και κίτρινες αποχρώσεις, αποτίοντας φόρο τιμής στον θεαματικό Σουηδό πιλότο της F1 Ronnie Peterson, τον οποίο θαύμαζε βαθιά. Οι δύο μάλιστα είχαν γνωριστεί το 1972 και διατηρούσαν φιλία μέχρι τον τραγικό θάνατο του Peterson το 1978. Το κράνος του Alboreto ήταν ένας διακριτικός τρόπος να κρατά ζωντανή τη μνήμη του φίλου του.
Σε μια συνέντευξη του 1986, αμέσως μετά από μια απογοητευτική σεζόν με τη Ferrari, ο Alboreto είχε πει για το αφεντικό του: «Ο Enzo Ferrari δεν ήταν εύκολος άνθρωπος, αλλά πάντα ήταν καθαρός και δίκαιος μαζί μας. Ήξερε πώς να μας εμπνεύσει και να μας ωθήσει να γίνουμε καλύτεροι».
Μετά την αποχώρησή του από τη Formula 1 το 1994, ο Alboreto στράφηκε στους αγώνες WEC. Το 1997 κατέκτησε τη νίκη στις 24 Ώρες του Le Mans με την ομάδα Joest Racing, οδηγώντας μια TWR-Porsche WSC-95, μαζί με τους Stefan Johansson και Tom Kristensen. Αυτή η νίκη αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας του.
Ο Michele Alboreto δεν ήταν μόνο ένας εξαιρετικός πιλότος, αλλά και ένας άνθρωπος με ήθος, σεβασμό και αφοσίωση στο αγώνισμα, κάτι που σπανίζει στις μέρες μας. Το χιούμορ του ήταν αστείρευτο και στον ίδιο άρεσε πάντα να διηγείται τις ξεκαρδιστικές ιστορίες των αδελφών Brambilla, που υπήρξαν συνάδελφοι πιλότοι στις πίστες της εποχής.
Κατά τη διάρκεια μιας δοκιμής στη Monza, ο Tino Brambilla οδηγούσε ένα μονοθέσιο Formula 3 της Tecno, με τον αδελφό του, Vittorio, να λειτουργεί ως αρχιμηχανικός. Όταν το μονοθέσιο σταμάτησε ξαφνικά, ο Vittorio υπέθεσε ότι είχε ξεμείνει από καύσιμο, κοντά στις στροφές Lesmo, και έστειλε τον νεαρό μηχανικό, Pino, να μεταφέρει ένα κάνιστρο με βενζίνη στο σημείο. Αφού γέμισαν το ντεπόζιτο, ο Tino πρότεινε στον Pino να ανέβει στο πίσω μέρος του… μονοθεσίου για να επιστρέψουν στα pits.
Καθώς επέστρεφαν, ο Tino ανέπτυξε ταχύτητα, φτάνοντας μέχρι την πέμπτη σχέση, προτού φρενάρει για την Parabolica. Όταν έφτασαν στα pits, ο Vittorio ρώτησε: «Πού είναι ο Pino;». Ο Tino, χτυπώντας το μέτωπό του, συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει τον Pino στο πίσω μέρος του μονοθέσιου. Τελικά, βρήκαν τον άμοιρο μηχανικό λίγη ώρα αργότερα, ξαπλωμένο με τα μούτρα στην χαλικοπαγίδα της Parabolica. Ευτυχώς, ο Pino υπέστη μόνο ελαφρούς τραυματισμούς και συνέχισε να εργάζεται για τους Brambilla.
Αξέχαστη στο δικό μου μυαλό παραμένει μια ατάκα του Alboreto από το 1988, σχετικά με τις προκλήσεις της πίστας του Detroit στις ΗΠΑ. «Όλοι εδώ στο Detroit μιλούν για την επικινδυνότητα της πίστας και για τη μεγάλη πιθανότητα που υπάρχει να φυλήσεις τον τοίχο. Αυτό που προσωπικά με απασχολεί δεν είναι το αν θα φυλήσω τον τοίχο, αλλά το αν θα καταφέρω τελικά αυτό το weekend να μην κάνω… έρωτα μαζί του».
Στις 25 Απριλίου του 2001, σαν σήμερα δηλαδή, ενώ συμμετείχε σε δοκιμαστικό στην πίστα Lausitzring στη Γερμανία, κάνοντας προπόνηση για τον 24ωρο αγώνα του Le Mans με την Audi, ο Michele Alboreto έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και κατέληξε σε θανατηφόρα σύγκρουση. Η είδηση του θανάτου του μας συγκλόνισε όλους, γιατί πέρα από τον πιλότο, χάσαμε έναν άνθρωπο που είχε κερδίσει τις καρδιές μας.
Ο «Μιχαλάκης» δεν ήταν απλώς ένας πιλότος, ήταν το σύμβολο της ελπίδας και του ονείρου πάνω σε έναν τοίχο γεμάτο παιδικές αναμνήσεις. Κάθε φορά που κοιτούσα την αφίσα, ένιωθα πως ήθελα να εισχωρήσω μέσα σε αυτήν. Να διεισδύσω στον κόσμο των ονείρων που ποτέ δεν πίστευα πως θα μπορούσα να ζήσω, μα που αξιώθηκα τελικά να αγγίξω με τις λέξεις και με ένα μικρόφωνο, μπλέκοντας τις φωνές και τα χρώματα της αφίσας με τη φωνή της δικής μου ψυχής._Δημήτρης Γιόκκας
Ο Oscar δεν υψώνει τη φωνή -μόνο τον πήχη | SpeedΖone Podcast EP73