Από τα δάκρυα της απόγνωσης στα δάκρυα της νίκης
Αφιέρωμα σε έναν αλλιώτικο, συναισθηματία ήρωα από μια αλλιώτικη, νοσταλγική εποχή.
Άφραγκος και καταχρεωμένος, ο μικροκαμωμένος Βραζιλιάνος, πρώην πιλότος της Formula 1, παίρνει (καθώς ξυπνά) στο χέρι το βιβλιαράκι με τα τηλέφωνα των παλιών φίλων που έκανε κάποτε στο αγώνισμα και με μοναδικά όπλα το ακουστικό και τη λεπτή -γεμάτη συναίσθημα- φωνή του, ξεκινά να σχηματίζει αριθμούς μπας και ξημερώσει πάλι στη ζωή του.
Ο ίδιος φέρνει ξανά στο νου του τη μέρα που τον προσέγγισε κάποιος άγνωστος στη Monza, δίνοντάς του μια επαγγελματική κάρτα την οποία ξέχασε στην αγωνιστική του στολή. Όταν τελικά θυμήθηκε να την ψάξει (την τελευταία στιγμή πρόλαβε τη γυναίκα του η οποία ήταν έτοιμη να την βάλει μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα στο πλυντήριο!) είδε να αστράφτει στο φως του ήλιου πάνω σ’ αυτήν ένα ασημένιο ανάγλυφο, το οποίο σχημάτισε -μέσα από τα δάκρια που άρχισε να χύνει- ένα ανορθωμένο αλογάκι. Και κάπως έτσι ο Roberto Moreno κατάφερε μια φορά και έναν καιρό, να γίνει πιλότος δοκιμαστικών της Ferrari.
Τώρα, όμως, βρισκόταν και πάλι στον πάτο. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους τον οποίο αποφάσισε να καλέσει εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη, το 1990, ήταν ο παλιός συνεργάτης του στην ιταλική ομάδα, John Barnard, θρυλικός σχεδιαστής της Scuderia και πρώην μέτοχος της McLaren, ο οποίος εργαζόταν τώρα στην ομάδα της Benetton.
«Τι; Πάλι ψάχνεις για δουλειά Roberto!», αναφωνεί ο Barnard, προτού αρχίσει να σκέφτεται και στη συνέχεια προτείνει στον ίδιο να πετάξει αν θέλει από τη Βραζιλία στη Βρετανία, προκειμένου να τον βοηθήσει να ρυθμίσει τα πετάλια και τη θέση οδήγησης του νέου μονοθέσιου της ομάδας που ο ίδιος ετοιμάζει για το 1991.
«Εάν κερνάς τσάι και μπισκότα, τότε σούρχομαι», αναφωνεί ο Moreno χωρίς δεύτερη σκέψη και με το που κατεβάζει το ακουστικό αντικρίζει τη γυναίκα του, η οποία τον υπενθυμίζει πως δεν έχει καν χρήματα για να πληρώσει το φροντιστήριο της κόρης τους, πόσο μάλλον να συγκεντρώσει το ποσό για να κάνει το ταξίδι στην Ευρώπη.
Χωρίς να χάσει χρόνο ο Moreno δανείζεται χρήματα από κάποιον φίλο και όταν φτάνει τελικά στη Βρετανία συναντά τον Barnard στο γραφείο του. Ο τελευταίος δεν σταματά να απαντά στα τηλέφωνα και να μιλά στο ακουστικό (ο Moreno περιμένει για πολλή ώρα) μέχρι που ο Barnard χάνει την υπομονή του και τραβά με μια απότομη κίνηση την πρίζα του τηλεφώνου από τον τοίχο για να βάλει ένα τέλος σε όλον αυτό τον πονοκέφαλο.
«Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί που τηλεφωνούν;», ρωτά ο Βρετανός τον Βραζιλιάνο. «Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο Alessandro Nannini (πιλότος της Benetton) βρίσκεται στο χειρουργικό κρεβάτι, εφόσον είχε νωρίτερα σήμερα ένα σοβαρό ατύχημα με το ελικόπτερο. Όλοι αυτοί οι πιλότοι με παίρνουν τηλέφωνο για να δουν αν μπορούν να πάρουν τη θέση του. Και εσύ, το μόνο που ζήτησες ως αντάλλαγμα για να έρθεις από την άλλη άκρη του κόσμου μέχρι εδώ είναι ένα φλυτζάνι τσάι και λίγα μπισκότα. Προσλαμβάνεσαι!
Και κάπως έτσι ο Roberto Moreno καταφέρνει για άλλη μια φορά και έναν καιρό να γίνει πιλότος, αυτή τη φορά της πανέμορφης Benetton B190, με την οποία και τερματίζει λίγες μέρες αργότερα τον αγώνα στην άκρως απαιτητική πίστα της Suzuka στην Ιαπωνία (απροπόνητος, με ένα σβέρκο που είναι έτοιμο να κοπεί στα δυο και με ένα κορμί που βρίσκεται στα πρόθυρα της εξάντλησης!) στη δεύτερη θέση, νικημένος μόνο από τον παλιόφιλο και μέντορά του, τον επίσης Βραζιλιάνο ομόσταβλό του στην Benetton, Nelson Piquet.
Οι μηχανικοί της ομάδας τραβούν τον σχεδόν λιπόθυμο, μικρόσωμο ήρωα από το πιλοτήριο, ο οποίος είναι λουσμένος στο κλάμα, σπαράζοντας με τη λεπτή φωνή του από χαρά.
Όπως το θέλησε η μοίρα ο Moreno (που γιορτάζει αυτό τον μήνα τα 66α γενέθλια του) δεν κέρδισε ποτέ του κανένα Grand Prix, αλλά η δεύτερη θέση που πέτυχε ως «ουρανοκατέβατος» αντικαταστάτης στον πιο πάνω αγώνα, μένει για πάντα χαραγμένη στο δικό μου μυαλό, το οποίο ομολογώ πως έχει ξεχάσει πολλές από τις νίκες που πέτυχαν άλλοι πολύ πιο γνωστοί πιλότοι.
Ανδραγαθήματα και ήρωες αυτού του είδους δεν υπάρχουν πια στο αγαπημένο μας αγώνισμα, ούτε άνθρωποι που να προσφέρουν ευκαιρίες σε αυτούς τους ήρωες όπως o Barnand (ο ίδιος προτιμά να σχεδιάζει σήμερα έπιπλα, έχοντας πει πριν από χρόνια για το τελευταίο μονοθέσιο που σχεδίασε «βάψτε όλα τα αυτοκίνητα της F1 λευκά και θα δυσκολευτώ να ξεχωρίσω πιο είναι το δικό μου») και αυτός είναι και ο λόγος που όσο κι αν αγαπώ ακόμη τη Formula 1, δεν είμαι πια ερωτευμένος μαζί της._Δημήτρης Γιόκκας
Δείτε ακόμη: Αυτά που δεν έδειξε η σειρά Senna | SpeedΖone Podcast EP66