Τα στολίδια των αυτοκινήτων του άλλοτε…
O λόρδος Μontague, ένας από τους πρώτους κατόχους αυτοκινήτου στο Ηνωμένο Βασίλειο και «ευγενής» στην καταγωγή, ήταν ο πρώτος που αναφέρεται πως τοποθέτησε mascot επάνω στο ψυγείο της προσωπικής του Daimler.
Γυρνώντας πίσω στο 1899 και προσπαθώντας να εξηγήσουμε τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτήν την ιδέα, βλέπουμε ποιοί μπορούσαν –στα τέλη του 19ου αιώνα- να έχουν ένα δικό τους αυτοκίνητο: Πρίγκιπες, εστεμμένοι, βαθύπλουτοι επιχειρηματίες, κόμητες και λόρδοι, δούκες, εργοστασιάρχες. Η νεαρή εφεύρεση, άγνωστη ακόμη και απλησίαστη από το ευρύ κοινό που ναι μεν την θαύμαζε αλλά ουασιαστικά λόγω άγνοιας την φοβόταν, στηριζόταν τα πρώιμα εκείνα χρόνια μόνο στους πλούσιους, για να επιζήσει όσο χρειαζόταν προτού να πλησιάσει τις μάζες και να καθιερωθεί. Αυτός ήταν και ο λόγος που τους πρώτους διεθνείς αγώνες αυτοκινήτου είχαν τη δύναμη να διοργανώσουν και να αθλοθετήσουν -προσφέροντας απλόχερα θέαμα στο λαό- άνθρωποι όπως ο βαθύπλουτος αδαμαντοπώλης Vanderblit, ο εκδότης Gordon Bennett κι ο Σικελός άρχοντας Alessandro Florio.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον γεννήθηκαν οι μασκότ στα ψυγεία των αυτοκινήτων και για τον λόρδο Μontagu τα πράγματα φαίνεται πως εξελίχθηκαν φυσιολογικά. Μεγαλωμένος κάτω από το οικόσημο των λαμπρών προκατόχων του τίτλου του, επιφανών θαλασσινών με πρόγονο που χρημάτισε ναύαρχος του βρετανικού στόλου την εποχή του Καρόλου του Πέμπτου, έβαλε κι εκείνος ακόμη ένα που τον αντιπροσώπευε στην Daimler που τότε οδηγούσε. Την mascot εκείνη, που ήταν ένα μικρών διαστάσεων αγαλματίδιο του προστάτη των αμαξάδων κι υστερότερα των οδηγών Αγίου Χριστοφόρου, διαδέχθηκαν σύντομα πολλές ακόμη άλλες σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠA.
Η εποχή της μινιατούρας
To παράδειγμα του Μontague ακολούθησε το 1906 στην Ιταλία η βασίλισσα Μαργαρίτα της Σαβοΐας, η εστεμμένη που έδωσε το όνομά της στην πασίγνωστη σήμερα πίτσα, τοποθετώντας επίσης ένα ομοίωμα του Αγίου Χριστοφόρου στην υπερπολυτελή Ιtala που της παρέδωσε κατόπιν παραγγελίας η Carrozzeria Sala.Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν βέβαια προδιαγραφές ή διατάξεις που να καθορίζουν πώς πρέπει να είναι τοποθετημένες οι mascot. Τα εργοστάσια αρχικά κατασκεύαζαν μόνα τους τα «στολίσματα» αυτά, όμως ύστερα από κάποιο μικρό χρονικό διάστημα το καθένα με τη σειρά του ανέθετε τη δουλειά αυτή σε βιοτεχνίες που μπορούσαν να ασχοληθούν με αυτό το είδος. Και φυσικά, καθώς ο κλάδος δεν ήταν δυνατόν να διαθέτει καλλιτέχνες του διαμετρήματος του Auguste Rodin, πολλές φορές το αισθητικό αποτέλεσμα της μικρογλυπτικής του σχοινοβατούσε ανάμεσα στην τέχνη και το κιτς. Οι κατασκευαστές των μασκότ αντλούσαν την θεματολογία τους κυρίως από το ζωικό βασίλειο τροφοδοτώντας τις αυτοκινητοβιομηχανίες με μινιατούρες πουλιών, λιονταριών, ταύρων, τίγρεων και άλλων όμορφων δημιουργημάτων της μητέρας φύσης. Χρησιμοποιούσαν επίσης ως έμπνευση και την μυθολογία, αναπαριστώντας πάνω στα ψυγεία των τότε μοντέλων τις μορφές διαφόρων νυμφών και θεοτήτων. Καμμιά φορά μάλιστα στην «υψηλή» θέση εγκαθιστούσαν μικρογραφίες κυνηγών, μποξέρ, χειμερινών σκιέρ και άλλων αθλητών: Βρισκόμαστε βλέπετε στην εποχή που οι «τάσεις» είχαν ακόμη επιρροές από την διεξαγωγή των δύο πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων και προσπαθούσαν να κερδίσουν κάτι, στο δικό τους πεδίο δράσης, από τις θετικές εντυπώσεις που εκείνοι άφησαν. Όμως, όπως και να είχαν τα πράγματα από πλευράς κουλτούρας και τεχνοτροπίας, οι ολιγάριθμοι ακόμη τότε πελάτες ήταν τελικά αποφασισμένοι να αγοράσουν ό,τι κι αν τους πρόσφεραν. Στην Βρετανία και στην Γαλλία λειτουργούσε ο μεγαλύτερος αριθμός των βιοτεχνιών που εξιδικεύονταν στο να κατασκευάζουν μινιατούρες για τα ψυγεία των αυτοκινήτων. Η Γαλλική «Lejeune», στην γκάμα των σκύλων μόνο, διέθετε 60 διαφορετικές μικροφιγούρες για κάθε ενδιαφερόμενο. Η Αγγλική «Desmo» μάλιστα πρόσφερε στους ιδιοκτήτες την δυνατότητα να αποκτήσουν τις mascot που ήθελαν μέσω των υπηρεσιών του ταχυδρομείου. Κι ακόμη εκείνοι μπορούσαν να ζητήσουν από την εταιρεία να τους κατασκευάσει κάποιο συγκεκριμένο ομοίωμα, ως απολύτως προσωπική τους «υπογραφή», βασισμένο σε σχέδια και ιδέες των ιδίων. Εκείνα τα χρόνια οι επαγγελματίες διαφημιστές μόλις άρχιζαν να βγαίνουν στο προσκήνιο και, για την δική τους λογική και θεωρία, το ψυγείο ήταν η ιδεώδης θέση για να «περάσουν» προς τα έξω ένα μικρό εμπορικό μήνυμα, αφού τα αυτοκίνητα ήταν ακόμη ολιγάριθμα και κατά συνέπεια προσέλκυαν πάντοτε όλα τα βλέμματα με την εμφάνισή τους. Η διαφημιστική παραγωγή παρουσίασε τότε και μια σειρά από mascot εγκωμιάζοντας την αρετή και τις αγνές προθέσεις εταιρειών ελαστικών και λιπαντικών, κατασκευαστών φωτιστικών σωμάτων και πλήθους άλλων προμηθευτών των αυτοκινητοβιομηχανιών.
Τα επώνυμα προιόντα
Οι τελευταίες, που στα πρώτα στάδια αντιμετώπιζαν ψυχρά αυτού του είδους την διεύρυνση των διαφημιστικών δραστηριοτήτων, άρχισαν σιγά-σιγά να διαμορφώνουν μια διαφορετική αντίληψη για το ζήτημα: Για την Rolls-Royce δεν ήταν πια μια ασήμαντη λεπτομέρεια η τοποθέτηση μιας κακόγουστης και άτεχνης μασκότ στο ψυγείο των πολυτελών και πανάκριβων αυτοκινήτων της, αφού μπορούσε σχεδόν να τα βεβηλώσει αισθητικά. Αυτός ήταν και ο λόγος που επιδίωξε και πέτυχε συνεργασία με τον διάσημο ζωγράφο και γλύπτη Τσαρλς Σάικς, προκειμένου στο εξής κάθε Rolls να έχει ένα μικρό ασημένιο αριστούργημα φτιαγμένο από τα χέρια του πάνω στο ψυγείο της. Έτσι λοιπόν το «Πνεύμα της Έκστασης», το αγαλματίδιο που έγινε θρύλος μαζί με τα εξεζητημένα μοντέλα της, έκανε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση το 1911. Ωστόσο πέρασε αρκετός καιρός ώσπου το παράδειγμα της βρετανικής εταιρείας να το ακολουθήσουν και άλλοι, καλώντας αναγνωρισμένους καλλιτέχνες για να φιλοτεχνήσουν τις mascot τους. Ένας από αυτούς που δοκίμασαν την επιδεξιότητά τους στην μικρογλυπτική ήταν και ο Φρανσουά Μπαζέν, ο δημιουργός του «Ιπτάμενου Πελαργού», που κοσμούσε την δεκαετία του ’20 τα ψυγεία των αυτοκινήτων της Ηispano Suiza.
Διαφορετική περίπτωση ήταν ο Rembrandt Bugatti, ο φιλάσθενος αδελφός του μεγάλου Ettore. Μεγαλωμένος μέσα σε οικογένεια ονομαστή στην Ευρώπη, με πατέρα αυθεντία στην κατασκευή εξαιρετικών μικροεπίπλων μοναδικής ποιότητας, κληρονόμησε το ταλέντο του και δημιούργησε μια σειρά από αναπαραστάσεις ζώων καμωμένων από ευγενή μέταλλα και υλικά. Ο Rembrandt όμως πέθανε νέος και δεν πρόλαβε να αναγνωριστεί όσο του άξιζε. Ο Ettore Bugatti, μετά το θάνατό του, συγκέντρωσε με ευλάβεια όλα του τα έργα σε μια μικρή έκθεση που στεγαζόταν σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού του στο Μοlsheim. Λίγα χρόνια αργότερα αποφάσισε να τοποθετήσει κάποια από αυτά στις Βugatti Royal, που αναμφίβολα υπήρξαν τα πολυτελέστερα και εγκυρότερα αυτοκίνητα παραγωγής της εταιρείας του. Ο διάσημος και με νωπές ακόμη τις μνήμες από την χρήση του «Ιαγουάρος», που έδωσε το όνομά του στην Jaguar, σχεδιάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’30 από την Desmo, που ήταν μια από τις ισχυρότερες εταιρείες κατασκευής mascot στο Μεγάλο Νησί. Τοποθετήθηκε για πρώτη φορά στις «SS 80» και τις «SS 100», αποτελώντας ως πρόσφατα αναπόσπαστο στοιχείο όλων των μοντέλων της. Τα πρώτα ομοιώματα του «Ιαγουάρου» ήταν μεγαλύτερα και πολύ περισσότερο λεπτομερειακά, σε σχέση με αυτά που φιλοτεχνήθηκαν στα χρόνια μετά τον Πόλεμο. Από την παρθένα που τα μαλλιά της ανεμίζουν στον αέρα την ώρα που εκείνη κρατά στα λεπτεπίλεπτα χέρια της το τιμόνι (Packard, ΗΠA) μέχρι τον ερυθρόδερμο αρχηγό κατασκευασμένο από σχεδόν διαφανές υλικό (Pontiac, HΠA) οι mascot δεν γνώριζαν όρια στην σχεδίασή τους. Οι μινιατούρες των ψυγείων κατασκευάζονταν από σημαντικά ανομοιογενείς ποικιλίες, όσον αφορά στα υλικά που χρησιμοποιούνταν. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο μπρούντζος ήταν από την καλύτερη ποιότητα, ούτε εκφράζεται αντίρρηση πως με την χρήση μπράσου μπορούσε κανείς να φθάσει σε θαυμάσια τελικά αποτελέσματα. Η επιλογή του ψευδάργυρου ως υλικό στοίχιζε πολύ φθηνότερα, αλλά κάποιες από τις φιγούρες ταχύτατα οξειδώνονταν, έσπαζαν και καταντούσαν μη εμφανίσιμες. Στην δεκαετία του ’20 πολλοί κατασκευαστές προμηθεύονταν για τις μασκότ τους φύλλα νικελίου, όμως τα φύλλα του χρωμίου ήταν αυτά που πρόσφεραν την καλύτερη δυνατή εξωτερική προστασία.
Με κριτικό μάτι, οι mascot των ψυγείων, είτε αυτές ήταν μαζικής παραγωγής ή one-off, δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα διακοσμητικό στοιχείο με καμμία άλλη χρησιμότητα. Αλλά υπήρχαν και εξαιρέσεις. Τη δεκαετία του ’20 μερικοί κατασκευαστές πρόσθεσαν ένα θερμόμετρο πάνω στις βιδωτές αυτές φιγούρες, παρουσιάζοντας τους μετρητές θερμοκρασίας του κινητήρα. Αυτά λειτουργούσαν πολύ απλά με ένα μικρό σωλήνα που βυθιζόταν μέσα στο καυτό νερό, σχηματίζοντας το κάτω στέλεχος ενός θερμόμετρου, επιτρέποντας έτσι στον οδηγό να διαβάζει στη βαθμονομημένη κλίμακα που υπήρχε στο πάνω μέρος, τη θερμοκρασία του νερού. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, ορισμένοι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν βελόνα που έδειχνε αν η θερμοκρασία του νερού ήταν κρύα, κανονική ή καυτή. Αυτού του τύπου οι μετρητές ήταν πολύ διαδεδομένοι και μόνο τα πιο ακριβά και πολυτελή αυτοκίνητα είχαν ένδειξη θερμοκρασίας στο ταμπλό. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 τα συστήματα ψύξης εξαφανίστηκαν κάτω από το καπό. Σαν αποτέλεσμα, δεν υπήρχε εμφανής τάπα ψυγείου για να τοποθετηθεί επάνω μασκότ. Τα αυτοκίνητα δεν έχασαν παρόλα αυτά την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, μιας και υπήρχαν δεκάδες μέρη πάνω σε αυτά όπου μπορούσε κανείς να τοποθετήσει σήματα μαρκών και διάφορα εμβλήματα. Η σταδιακή εξάλειψη των mascot των ψυγείων έγινε ευπρόσδεκτη από τους νομοθέτες επειδή αποτελούσαν σοβαρό λόγο τραυματισμού πεζών σε περίπτωση ατυχήματος.
Πραγματικά το 1966 η βρετανική κυβέρνηση απαγόρευσε όλες τις mascot των ψυγείων από τα αυτοκίνητα με άδεια κυκλοφορίας σε δημόσιους δρόμους, ενώ το παράδειγμά της ακολούθησαν σύντομα και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μόνο δύο εταιρείες σε όλο τον κόσμο εξακολουθούν να τοποθετούν τις μασκότ στα αυτοκίνητά τους. Μία από αυτές είναι η Rolls Royce, στην οποία ένας ειδικός μηχανισμός αναγκάζει την «ιπτάμενη κυρία» να υποχωρήσει μέσα στη θήκη του ψυγείου, κάτω από ισχυρή πίεση. Τα αυτοκίνητα της Mercedes-Benz επίσης εξαιρέθηκαν από τον κανονισμό αυτό μιας και το σταθερό αρχικά αστέρι που κοσμούσε τα ψυγεία των μοντέλων της από το 1925, είχε προ πολλού αντικατασταθεί από μία βελτιωμένη κατασκευή που υποχωρούσε. Στο μεταξύ, η ιστορία των mascot των ψυγείων έχει περάσει τον ένα αιώνα. Αρχικά ως διακοσμητικό στοιχείο στα καπό των αυτοκινήτων, αποτελούν σήμερα περιζήτητα κομμάτια για συλλέκτες, ακόμα και για εκείνους που δεν έχουν κανένα απολύτως ενδιαφέρον για παλιά αυτοκίνητα. Η αξία τους καθορίζεται από την σπανιότητα των γυάλινων γλυπτών του Lalique ή άλλων καταξιωμένων καλλιτεχνών. Μερικοί από τους πιο γνωστούς οίκους –ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία– διενεργούν πλειστηριασμούς για τέτοιου είδους εξειδικευμένα αντικείμενα. Ο καλύτερος όμως τρόπος, για να απολαύσει κανείς αυτά τα κομψοτεχνήματα, είναι να επισκεφθεί ένα μουσείο αυτοκινήτων.