Βizzarrini 5300 – ένα γνήσιο gran turismo
Ένα εξαιρετικό ιταλικό gran turismo από μια πολλά υποσχόμενη κατασκευαστική συμμαχία, που κατέληξε σε άδοξο διαζύγιο..
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’60, ο Ιταλός μηχανικός Giotto Bizzarrini άρχισε να σκέφτεται την κατασκευή ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου με το δικό του λογότυπο και με στόχο τη διάκριση στις μεγάλες κούρσες ταχύτητας και αντοχής. Όνειρό του, η νίκη στις «24 ώρες» του Μαν, που την περίοδο εκείνη μονοπωλούσαν τα αυτοκίνητα της Ferrari. Ο Bizzarrini είχε σημαντική συμμετοχή στις επιτυχίες της, αφού ήταν ο άνθρωπος που τελειοποιούσε τα μηχανικά μέρη των «250 GT» και «GTO». Τα φιλόδοξα σχέδιά του βρήκαν σύμμαχο στο πρόσωπο του Renzo Rivolta, ιδιοκτήτη της εταιρείας Iso SpA, γνωστής ήδη για το IR 300, ένα όμορφο coupe 2+2 που χρησιμοποιούσε τα μηχανικά μέρη της Corvette. Οι δρόμοι των δύο συναντήθηκαν με πρωτοβουλία του Rivolta, καθώς ο εμπνευστής του microcar Isetta που παραγόταν κατόπιν εγκρίσεώς του από τη BMW, είχε και περαιτέρω επιχειρηματικές βλέψεις: Ήθελε να προσθέσει στη γκάμα του ένα supercar, που να μπορεί να ανταγωνιστεί τα καλύτερα της εποχής.
H ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών ευνοούσε ανάλογες προθέσεις, καθώς το 1962 ήταν μια χρονιά αμφισβήτησης της Ferrari, με αρκετά από τα υψηλόβαθμα στελέχη της να αποχωρούν για να δημιουργήσουν ένα αντίπαλο στρατόπεδο. Ένας από αυτούς ήταν και ο Giotto, που έκανε νέα αρχή στην επαγγελματική του ζωή, ιδρύοντας δική του εταιρεία εξέλιξης στο Λιβόρνο.
H συμφωνία και το αποτέλεσμα
Ο Renzo Rivolta πήγε σε αυτόν το 1963, προκειμένου να εκμεταλλευτεί τη μεγάλη εμπειρία του και να παρουσιάσει στην αγορά ό,τι τελειότερο. Για τη σχεδίαση του αμαξώματος ζήτησε τη συνεργασία του γραφείου Bertone, όπου πρώτο όνομα ήταν ο Giorgetto Giugiaro. Την ίδια χρονιά, o Nuccio παρουσίασε το πρωτότυπο του Grifo A3/L, στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τορίνο. Πλάι του, αλλά όχι σε κατάσταση ετοιμότητας, στεκόταν στους τροχούς της η αγωνιστική έκδοση Α3/C. Στην εξέλιξή του από πρωτότυπο σε μοντέλο παραγωγής, το A3/L υποβλήθηκε σε ελαφρύ ανασχεδιασμό, που το κατέστησε λιγότερο επιθετικό και συνάμα το μετέτρεψε σε ένα από τα πιο όμορφα gran turismo μοντέλα. Μηχανικό σύνολο του Grifo GL ήταν ο 5.3 λίτρων V8 κινητήρας της Corvette, που συνδυαζόταν με το κιβώτιο ταχυτήτων των τεσσάρων σχέσεων της Borg-Warner. Η απόδοσή του έφθανε τους 365 ίππους, ενώ το βάρος του ήταν 1.282 κιλά.
Η διαφωνία
GT 5300
Από το 1965 και έπειτα ο Renzo Rivolta ασχολήθηκε μόνο με το coupe του, διατηρώντας την ονομασία Grifo, ενώ ο Giotto μετονόμασε το A3/C σε Bizzarrini GT 5300 και συνέχισε να το προωθεί σε εκδόσεις δρόμου (Strada, με απόδοση 350 έως 365 ίππων) και αγωνιστικές (Corsa, ισχύος από 400 έως 420 ίππων) ως το 1969 που κήρυξε πτώχευση. Με δομικά στοιχεία από το Iso Rivolta 300 και δισκόφρενα της Dunlop σε όλους τους τροχούς, το GT 5300 θα τα είχε καταφέρει καλύτερα από εμπορικής και αγωνιστικής πλευράς, αν είχε τον κινητήρα του τοποθετημένο στο κέντρο του αμαξώματος, όπως πια είχε αρχίσει να γίνεται καθεστώς στην κατηγορία των αυτοκινήτων μεγάλου τουρισμού.
Ο V8 της Chevrolet, με τη χωρητικότητά του να κωδικοποιεί παράλληλα και το μοντέλο, συνδυαζόταν με το χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων T10 των τεσσάρων σχέσεων της Borg-Warner. Η συνολική παραγωγή αυτού του πολύ όμορφου ιταλικού GT αρίθμησε μόλις 115 μονάδες, στα τρία χρόνια που κατασκευαζόταν, με τις 11 από αυτές να αντιστοιχούν στην αγωνιστική έκδοση (φωτογραφίες: bizzarrini.com)