Ο πιλότος που μπορούσε να αντροκαλεί τον Ποσειδώνα
Ο μικρόσωμος μονομάχος από τη Φινλανδία που μπορούσε να δαμάσει τα κύματα και να γλιστρήσει σαν χέλι ανάμεσα στους απειλητικούς τοίχους.
Όλοι θυμούνται μονάχα τον άλλο Mika. Τον διπλό παγκόσμιο πρωταθλητή της Formula 1 που έκανε τη ζωή δύσκολη στον Michael Schumacher (προκαλώντας του σοκ με εκείνη την προσπέραση στο Spa το 2000) ωστόσο, ξεχνούν τον συνονόματό του ο οποίος δεν είχε την ίδια μοίρα στη Formula 1 και που τον έκανε πραγματικά να ιδρώσει όταν οι δύο αγωνίζονταν στη Formula 3.
Όσοι παρακολουθούσαμε το Βρετανικό πρωτάθλημα της F3 το 1990 (την αφρόκρεμα της κατηγορίας) δεν βλέπαμε την ώρα να ξεκινήσει το «Mika & Mika» show, με τους δύο Φινλανδούς άσους, Mika Hakkinen και Mika Salo, να μας ψυχαγωγούν από την αρχή μέχρι το τέλος με τις «τροχό με τροχό» μάχες τους.
Παρόλο που γνώριζα πως ο Hakkinen ήταν ο πιο χαρισματικός εκ των δύο, εντούτοις, έβαλα αμέσως στην καρδιά και τον άλλο Mika, υποστηρίζοντάς τον με πάθος, ίσως γιατί o Salo οδηγούσε για την μικρότερη ομάδα του Alan Docking, σε αντίθεση με τον συμπατριώτη του που εκπροσωπούσε την West Surrey Racing (την ονομάζαμε «η McLaren της F3» τότε) η οποία ανέδειξε κάποτε έναν Ayrton Senna.
Το αστέρι του Mika Salo (που έχει σύντομα γενέθλια) δεν θα κατάφερνε ποτέ να λάμψει όπως εκείνο του Hakkinen αφού ο ίδιος εκπροσωπούσε συνήθως φυτοζωούσες ομάδες στη Formula 1 (1994-2002), αλλά εκείνο που θυμάμαι έντονα κατά τις τηλεοπτικές περιγραφές μου, είναι πως όποτε άνοιγαν οι ουρανοί και όποτε η F1 επισκεπτόταν μια street πίστα (τους δύο αυτούς «εξισωτικούς» παράγοντες) βλέπαμε τον ίδιο να βγάζει λαγούς από το καπέλο του…
Η ευκαιρία που είχα να γνωρίσω τον ίδιο, όταν επισκέφτηκε το νησί μας πριν από κάποια χρόνια ως συμβουλάτορας του δικού μας οδηγού Βλαδίμηρου Τζιωρτζή, μου επέτρεψε να συζητήσω μαζί του τα highlights της καριέρας του και να γνωρίσω, εκτός από έναν χαρισματικό άσο του βολάν, έναν υπέροχο και ταπεινό χαρακτήρα.
Ο Salo έκανε το βάφτισμά του στη Formula 1 στον προτελευταίο αγώνα της μαύρης εκείνης χρονιάς του 1994, στις πλέον… ακατάλληλες για καρδιακούς καιρικές συνθήκες, στην αρένα της Suzuka. Ως πιλότος που έκανε καριέρα στο άκρως ανταγωνιστικό πρωτάθλημα της ιαπωνικής F3000, γνώριζε καλά την πίστα και έμαθε να «περπατά» πάνω στο νερό χάρη στις συχνές καταιγίδες που ξεσπούν στη χώρα. Ο 27χρονος νεοφερμένος κατάφερε εκείνο το πολύ βροχερό δειλινό να σπρώξει την αξιοθρήνητη Lotus-Mugen Honda του μέχρι τη 10η θέση και να ενθουσιάσει όσους είχαμε το βλέμμα στραμμένο επάνω του.
Το 1995 έκανε το «κανονικό» του ντεμπούτο στη Formula 1, πιλοτάροντας εκείνη την μπλε Tyrrell-Yamaha που σχεδίασε ο αείμνηστος Dr. Harvey Postlethwaite για λογαριασμό της μικρής ομάδας του αξέχαστου Ken Tyrrell, καταφέρνοντας να τερματίσει στην έβδομη θέση στον τρίτο μόλις αγώνα της καριέρας του. Στον επόμενο αγώνα στην Αργεντινή κατάφερε να προκριθεί στην έβδομη θέση και να επισκιάσει -στη βροχή- την πολύ πιο δυνατή Ferrari του τρανού Gerhard Berger, φονεύοντας έτσι τον πρώτο του γίγαντα. Επιστρέφοντας στη βροχερή και πάλι Suzuka πριν από το κλείσιμο της χρονιάς, κατάφερε να τερματίσει στην έκτη θέση -μπροστά από τη δυνατότερη McLaren του Mark Blundell- και να γράψει έτσι μικρή ιστορία με το αδύναμο μονοθέσιο του, αφού μόνο οι πρώτοι έξι βαθμολογούνταν τότε.
Συνεχίζοντας με την Tyrrell-Yamaha το 1996, κατάφερε να μας μαγέψει όλους στο… βροχερό Interlagos, όπου τερμάτισε πέμπτος, νικώντας αυτή τη φορά την κόκκινη Ferrari του ακόμη πιο κόκκινού (από την ντροπή) παλιόφιλού του από την Ιαπωνική F3000, Eddie Irvine.
Στο Μονακό την ίδια χρονιά (συνδυασμός βροχής και street πίστας!) ο Salo μας έκανε όλους να τρίβουμε πρώτα τα χέρια και αργότερα τα μάτια, αφού τερμάτισε πέμπτος, αυτή τη φορά μπροστά όχι μόνο από τον Irvine αλλά και από την ισχυρότερη McLaren-Mercedes του… Mika Hakkinen.
Το 1997 συνέχισε να είναι καθηλωτικός με τη Tyrrell του η οποία φορούσε τώρα τους πιο αξιόπιστους μα πιο αδύνατους κινητήρες της Ford (δείχνοντας τον δρόμο στον μπαμπά του Max Verstappen που είχε για ομόσταβλό του) με τον τερματισμό του στην 5η θέση στην πλημμυρισμένη πίστα του Μονακό (έπρεπε να του κάνουν άγαλμα με τρίαινα στο χέρι στο πριγκιπάτο!) να μας ενθουσιάζει ακόμη πιο πολύ, αφού σκαρφάλωσε μέχρι εκεί από την 14η θέση, κάνοντας ταχυδακτυλουργίες πίσω από το τιμόνι της πανέμορφης Tyrrell 025 η οποία ήταν εξοπλισμένη το συγκεκριμένο weekend με εκείνα τα θεσπέσια X-Wings.
Και μετά έφτασε το 1998 και η μεταγραφή του Salo στην ακόμη πιο… μίζερη ομάδα της Arrows, η οποία κατέβασε στις πίστες εκείνη την μαύρη καλλονή (επινόηση του θρυλικού John Barnard) η οποία έφερε ένα επαναστατικό κιβώτιο ταχυτήτων από ανθρακονήματα, μα που ωστόσο έσπαζε κάθε τρεις και λίγο.
Με κινητήρες από τον μικρό ιδιωτικό οίκο του αξέχαστου Brian Hart, ο μέσος όρος πρόκρισης του μονοθέσιου ήταν η 15h θέση και όταν ο Salo προσγείωσε την Arrows του στο grid του Μονακό (που άλλου;) στην όγδοη θέση, καταφέρνοντας την επόμενη ημέρα να τερματίσει τέταρτος, φιγουράροντας μπροστά από τον πρωταθλητή Jacques Villeneuve, όλοι πιστέψαμε στα θαύματα και είπαμε «σκέψου να έβρεχε ακόμη!»
Στη Formula 1, ωστόσο, όλοι πάσχουν από μυωπία κι έτσι ο Salo έμεινε άνεργος για το 1999. Για τρεις αγώνες αντικατέστησε τον τραυματία Ricardo Zonta στην BAR, ως ομόσταβλος του Villeneuve, τερματίζοντας έβδομος στο ντεμπούτο του με την ομάδα στην Imola, όπου ο κινητήρας του εξερράγη στον τελευταίο γύρο. Οι τρεις αγώνες τέλειωσαν γρήγορα όμως και ο Salo αναγκάστηκε για άλλη μια φορά να κρεμάσει γάντια οδήγησης και κράνος.
Στη μέση εκείνης της χρονιάς όμως ήρθε μια ουρανοκατέβατη ευκαιρία για τον χαρισματικό πιλότο (κάποιος που έβλεπε από ψηλά συγκινήθηκε) αφού ο ίδιος κλήθηκε να αντικαταστήσει τον θρυλικό Michael Schumacher στη Ferrari (μετά που ο Γερμανός έσπασε το πόδι του στο Silverstone) και να παραταχθεί στο πλευρό του παλιόφιλού του Eddie Irvine ο οποίος διεκδικούσε τον τίτλο.
Στον δεύτερο του αγώνα με το ανορθωμένο άλογο στο στήθος, στο παλιό και πολύ γρήγορο Hockenheim, ο Salo… δικαίωσε όσους πιστέψαμε στον ίδιο, παλεύοντας για τη νίκη με τη McLaren του Mika Hakkinen (για μας πίσω από το μικρόφωνο είχε ζωντανέψει το «Mika & Mika» show) οδηγώντας την κούρσα, έτοιμος να ζήσει το όνειρο, μέχρι που η Ferrari ζήτησε από τον ίδιο να ανοίξει την πόρτα και να αφήσει τον «αρχηγό» Irvine να τον προσπεράσει…
Ο Salo έζησε αν μη τι άλλο τη μοναδική χαρά μιας τρίτης θέσης στο Ναό της Ταχύτητας (πόσοι πιλότοι θα σταθούν στο βάθρο της Monza ως εκπρόσωποι της Scuderia Ferrari σε αυτή τη ζωή;) και για το 2000 η ομάδα του εξασφάλισε μια θέση στην αδελφική Sauber, η οποία χρησιμοποιούσε τότε τους κινητήρες της ιταλικής ομάδας.
Στο… Μονακό ο Salo τερμάτισε πέμπτος (!) μπροστά από τον Hakkinen ο οποίος είχε ομολογουμένως μηχανικά προβλήματα, έχοντας σκαρφαλώσει ως εκεί από τη 13η θέση ύστερα από άλλη μια επίδειξη αντρείας ανάμεσα στις φιδίσιες μπαριέρες και στους επικίνδυνους τοίχους. Ο Salo ήταν πέμπτος στο Hockenheim (με σύμμαχο τη βροχή και πάλι!) όπου νίκησε τη δυνατότερη Williams-BMW του ντόπιου ήρωα Ralf Schumacher.
Για το 2001 στέρεψαν οι ευκαιρίες, μέχρι που η Toyota, που ανακοίνωσε πως θα έστηνε τη δική της ομάδα Formula 1 για το 2002, προσέλαβε τον ίδιο για να την εκπροσωπήσει στις πίστες.
Ο Salo δεν απογοήτευσε, ξεκινώντας με το δεξί στη Μελβούρνη, καταφέρνοντας να τερματίσει στο ντεμπούτο του με τη νεοφώτιστη ομάδα στην έκτη θέση, άθλο τον οποίο επανέλαβε στο Interlagos και όλοι στη συνέχεια αναμέναμε να τον δούμε να τρέχει στο Μονακό…
Στην πίστα που τον είδαμε να κάνει τόσες φορές τα μαγικά του κατάφερε να προκριθεί στην ένατη θέση (το καλύτερο αποτέλεσμα για την Toyota μέχρι εκείνη τη στιγμή) ενώ στον αγώνα γλίστρησε στην 19η θέση, προτού αρχίσει να πυροβολεί πάλι, σκαρφαλώνοντας μέχρι την έβδομη, μέχρι που… τα αχάριστα φρένα του τον έριξαν πάνω στο ατσάλι.
Ο Salo έκλεισε την καριέρα του στην πίστα και χώρα όπου ξεκίνησε, στη Suzuka της Ιαπωνίας, με έναν τιμητικό τερματισμό στην όγδοη θέση και παρόλο που η Formula 1 δεν δικαίωσε ποτέ τον ίδιο, στα μάτια ορισμένων από εμάς θα παραμείνει ο μικρόσωμος ήρωας ο οποίος κατάφερε κάποτε, καβάλα σε ένα μικρό δελφίνι, να τα βάλει με τον Ποσειδώνα και να λάμψει εκεί όπου ξεχωρίζουν μονάχα οι άξιοι και οι τολμηροί._Δημήτρης Γιόκκας