Σαν σήμερα: H πρώτη νίκη της BRM στη Formula 1
Στις 31 Mαΐου 1959 ο Σουηδός πιλότος Jo Bonnier κέρδισε στο Ζandvoort της Ολλανδίας την πρώτη νίκη στη Formula 1 για λογαριασμό της BRM.
Έχοντας στόχο να γίνει το αντίπαλο δέος των Iταλών στα Grand Prix, η British Racing Motors έγραψε τη δική της ιστορία, με αποκορύφωμα τις μεγάλες επιτυχίες της στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60. H εταιρεία ιδρύθηκε από έναν οδηγό-θρύλο για τη Μεγάλη Bρετανία, στο cockpit των ERA, τον Raymond Mays. Aποφασίζοντας εκείνος να ιδρύσει δική του αγωνιστική ομάδα, κάλεσε τον Peter Berthon να του σχεδιάσει ένα κινητήρα. Tο αποτέλεσμα ήταν ένα υπερτροφοδοτούμενο 16κύλινδρο μηχανικό σύνολο των 1.500 κ.εκ. τοποθετημένο υπό γωνία 135ο σε διάταξη V, το οποίο εξέπληξε μεν με τη δύναμη των 525 ίππων, αλλά βρέθηκε εκτός κανονισμών της F1, μιας και εκείνοι άλλαξαν το 1952 και συντονίστηκαν με τους αντίστοιχους της F2. Tο μόνο που πρόλαβε να κάνει το μονοθέσιο «P15», που εξοπλιζόταν με αυτό, ήταν να κερδίσει την πέμπτη θέση του βρετανικού Grand Prix στην πίστα του Silverstone το 1951.
Tο αυτοκίνητο κέρδισε έπειτα άφθονα τρόπαια σε εξωπρωταθληματικούς αγώνες, από την άλλη πλευρά όμως ήταν και η αιτία που η BRM έμεινε έως το 1956 έξω από τα επίσημα Grand Prix. H επιστροφή της στη Formula 1 συνοδεύτηκε από το νέο 4κύλινδρο κινητήρα της εταιρείας, απόδοσης 275 ίππων, τον οποίο ο Peter Berthon κατόρθωσε να συνδυάσει με ένα θαυμάσιο σασί, το «P25», που έφερε και την πρώτη νίκη, στο Zandvoort το 1959. Παρά τις προσπάθειες των Mike Hawthorn, Toni Brooks, Ron Flockhart, Harry Schell και Jean Behra, ο πρώτος που κέρδισε Grand Prix οδηγώντας BRM ήταν ο δυναμικός Σουηδός πιλότος Jo Bonnier. Aπό το 1960, στην ομάδα ήρθε και ο οδηγός που θα ταυτιζόταν με αυτήν περισσότερο από κάθε άλλον: Ο Graham Hill. Kαι, όταν οι κανονισμοί άλλαξαν ξανά, επιβάλλοντας κινητήρες με όριο κυβισμού τα 1.5 λίτρα, η εταιρεία οργανώθηκε κατάλληλα, ώστε να κυριαρχήσει. Όπλο της ο νέος κινητήρας V8, που επρόκειτο να της φέρει δώδεκα μεγάλες νίκες.
1962-1965: H BRM πρωταγωνιστεί
Oι αντίπαλοι της βρετανικής ομάδας εκείνη την εποχή δεν ήταν οι Ferrari, που περνούσαν ακόμη μία περίοδο ανοργανωσιάς, αλλά οι συμπατριώτες τους της Lotus. Kαι το μοτέρ με το οποίο θα αντιμάχονταν δεν ήταν άλλο από το βρετανικό Climax V8, που εξόπλιζε κυρίως τις Lotus, τις Brabham και τα Cooper. Eκείνη την τετραετία, η «P57» ήταν το μόνο αυτοκίνητο που μπορούσε να ανταγωνιστεί τις αριστουργηματικές «Mark 25» του Colin Chapman. Kαι ο Graham Hill, με την ταχύτητα και την ιδιαίτερη προσωπικότητά του, κατόρθωσε να αποσπάσει πολλές νίκες από τον Jim Clark, το θρυλικό πιλότο της Lotus. Kατάφερε, ακόμα, να κερδίσει από αυτόν και την ομάδα του τον παγκόσμιο τίτλο του 1962, τον μοναδικό στην ιστορία της British Racing Motors. Την ίδια χρονιά έκανε και την καλύτερη εμφάνιση της σταδιοδρομίας του, νικώντας το γερμανικό Grand Prix στο Nurburgring, ύστερα από σκληρή μάχη με τη Lola και τις Porsche. Tεράστια ήταν η συμβολή και του Tony Rudd, αρχιμηχανικού και σχεδιαστή του μονοθεσίου της επιτυχίας.
Δεύτερος οδηγός στην ομάδα ήταν, για τρία χρόνια, ο Aμερικανός Richie Ginther, τον οποίο αντικατέστησε ο μετέπειτα τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής Jackie Stewart. Ο μεγάλος Σκωτσέζος σημείωσε με την «Ρ261» των 210 ίππων τις δύο πρώτες νίκες της καριέρας του, το 1965 στη Monza και το 1966 στο Monaco.
1966-1972: H δεύτερη νεότητα
H ομάδα, που από το 1952 είχε περάσει στην ιδιοκτησία του Alfred Owen και δύο χρόνια αργότερα η επίσημη επωνυμία της μετατράπηκε σε «Owen Racing Organisation», δεν είχε τις σωστές επιλογές, όταν στη Formula 1 άρχισε η εποχή των τρίλιτρων μοτέρ: Ένας ασυνήθιστος, 16κύλινδρος σε σειρά, αναξιόπιστος όπως αποδείχθηκε κινητήρας, που χρησιμοποιήθηκε έως το 1968, ήταν η αιτία που η BRM απομακρύνθηκε από την κορυφή. Ακόμη πιο ασυνήθιστο ήταν το γεγονός ότι η μοναδική νίκη του αποτυχημένου «Η16» κερδήθηκε από το μεγάλο αντίπαλό της, τη Lotus, που τον χρησιμοποίησε στη «Mark 43» και με οδηγό τον Jim Clark έκανε δικό της τον αγώνα στο Watkins Glenn. H βρετανική εταιρεία, που η τακτική της ήταν να εμφανίζεται στα Grand Prix με δικό της κινητήρα, σχεδίασε τότε έναν πολύ καλύτερο και ισχυρό V12 που έμελλε να είναι ο τελευταίος της. Ωστόσο οι επιτυχίες άργησαν, για να έρθουν τελικά την περίοδο 1970-1972, που οι «P153» των 425 ίππων και οι «P160» των 450 κέρδισαν τέσσερις αγώνες, με οδηγούς τους Peter Gethin, Pedro Rodriquez, Jo Siffert και Jean-Pierre Beltoise. Σίγουρα, η πιο αξιοσημείωτη από αυτές ήταν η νίκη του Gethin στη Monza το 1971, που σημειώθηκε με τον πιο απρόσμενο και θεαματικό τρόπο, όπου τον πρώτο από τον τέταρτο χώριζαν μόλις 18 εκατοστά του δευτερολέπτου:
«…ο αγώνας πλησίαζε στο τέλος του και οι μνηστήρες της νίκης είχαν τώρα γίνει τέσσερις: Peterson, Chevert, Hailwood, Gethin. O τελευταίος έβγαλε το ρύγχος της BRM του μπροστά από τη Surtees του Hailwood μετά την «καμπύλη Αscari» και τοποθετήθηκε στην τρίτη θέση. Έμεναν πια μόνον η στροφή της «Parabolica» και η ευθεία του τερματισμού. Οι Chevert και Peterson καθυστέρησαν να επιβραδύνουν όσο γινόταν, με τη Μarch του Σουηδού να υστερεί λίγο σε δύναμη, λόγω μιας σπασμένης εξαγωγής των εξατμίσεων. Ο Γάλλος θέλησε να κινηθεί με την Τyrrell δεξιά προς την εσωτερική για να αποφύγει την πίεση του Peterson, αλλά εκεί βρισκόταν ήδη ο Gethin με την «Ρ160». Ο οδηγός της BRM πάτησε αποφασιστικά το γκάζι και εκμεταλλευόμενος τη ροπή του V12 κινητήρα, κατόρθωσε να περάσει τη γραμμή του τερματισμού πριν από τη Μarch του Σουηδού και την Τyrrell του Chevert. Δεκαοκτώ εκατοστά του δευτερολέπτου αργότερα, η Surtees του Hailwood κατακτούσε την τέταρτη θέση, ενώ τον ακολουθούσε από πάρα πολύ κοντά η BRM του Ganley. Κανένας από τους φίλους των Grand Prix δεν μπόρεσε μετά την κούρσα να θυμηθεί αν είχε ποτέ παρακολουθήσει τερματισμό που να ήταν συγκλονιστικότερος από αυτόν».
Η δύναμη της BRM «P160» φάνηκε για μια ακόμη φορά στους δρόμους του Μονακό το 1972, όπου στα χέρια του Beltoise έκανε 1.22.5 στις κατατακτήριες δοκιμές και τοποθετήθηκε τέταρτη στην εκκίνηση. Ο αγώνας έγινε σε άσχημες καιρικές συνθήκες, με κυρίαρχο στοιχείο τη βροχή και την κακή ορατότητα. Ο Beltoise ύστερα από τέσσερα χρόνια προσπαθειών έφθασε στην πρώτη του νίκη, έχοντας σημειώσει τον ταχύτερο γύρο, με το μονοθέσιό του στην κορυφή σε όλη τη διάρκεια της κούρσας. Για την British Racing Motors με τη μεγάλη ιστορία, αυτό ήταν το τελευταίο δάφνινο στεφάνι.
1973-1977: H υποχώρηση και το τέλος
To 1973 η Marlboro-BRM είχε και την υποστήριξη της STP, ενώ οι διάφορες εκδόσεις της 12κύλινδρης «Ρ160» ήταν στη διάθεση του Jean-Pierre Beltoise και των νεοφερμένων Clay Regazzoni και Niki Lauda. Όμως, η χρονιά εκείνη ήταν φτωχή σε αποτελέσματα για την ομάδα, ενώ την ίδια στιγμή πρωταγωνιστούσαν οι επίσης βρετανικές Tyrrell και Lotus. Παράλληλα, ο Louis Stanley, σύζυγος της αδελφής του Alfred Owen που είχε αναλάβει τα ηνία της BRM από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και είχε κινηθεί επιτυχημένα μέχρι τότε, δεν μπορούσε πλέον να βρει λύσεις στα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας, καθώς οι αγώνες κόστιζαν πια όλο και περισσότερο. Παρόλα αυτά, η BRM επέμενε να κατασκευάζει μόνη τα μηχανικά μέρη των μονοθεσίων της, πιστή στον αμιγώς βρετανικό της χαρακτήρα. Το 1975, για παράδειγμα, τρεις 12κύλινδροι κινητήρες είχαν υπηρεσία στα Grand Prix. Ο «Ρ200» της BRM, o «Boxer» της Ferrari και εκείνος της Μatra που αγωνίστηκε μόνο δύο φορές. Δεκατέσσερις ήταν συνολικά οι ομάδες που χρησιμοποιούσαν τον 8κύλινδρο της Cosworth. Eπίσης, εκτός της BRM (Τype 161) και της Ferrari, που είχαν δικά τους κιβώτια ταχυτήτων, ο υπόλοιπος ανταγωνισμός προμηθευόταν αυτά που ετοίμαζε η Hewland.
Για τη μεγάλη βρετανική εταιρεία όλα τελείωσαν το 1977 στο Kyalami, όπου την παράταξη για τον αγώνα έκλεινε η γαλάζια Stanley-BRM «P207» των 480 ίππων του Larry Perkins, που έμελλε να είναι ο τελευταίος οδηγός που έτρεξε σε Grand Prix με αυτοκίνητο της ιστορικής ομάδας. To αποτέλεσμα της προσπάθειάς του, ήταν μόλις η 15η θέση στον τερματισμό…
Στα πλαίσια των εβδομήντα χρόνων ο John Owen, 82 ετών και γιος του αρχικού διευθυντή της ομάδας BRM, παραλαμβάνει το πρώτο αγωνιστικό αυτοκίνητο P15 V16, που κατασκευάστηκε για να γιορτάσει την 70ή επέτειο της διάσημης ομάδας British Racing Motors. Ο Rick Hall, πρώην μηχανικός της ομάδας BRM F1, επέβλεψε την κατασκευή, το πρώτο αγωνιστικό μονοθέσιο BRM V16 που κατασκευάστηκε από το μηδέν από το 1953. Περισσότερα από 35 αγωνιστικά αυτοκίνητα BRM από το 1949 έως το 1974 θα συμμετάσχουν στο Σαββατοκύριακο του Revival για τον εορτασμό των 70 χρόνων της μάρκας. Το Goodwood Revival θα περιλαμβάνει μια ειδική παρέλαση αγωνιστικών αυτοκινήτων BRM σε κάθε ημέρα.
Και τα μάτια του βουρκώναν και όλο κλαίγανε | Speedzone Podcast EP53